Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Μη με στήσεις.............................


-Μη με στήσεις...
...

Το ταξίμετρο γράφει πιο γρήγορα με μένα επιβάτη. Θα 'πρεπε να' γραφε μουσική. Να γράψει μία μικρή ιστορία η διαδρομή μου. Να με χορεύουν οι νεότεροι. Να με τραγουδούν οι μεθυσμένοι.

Κάθομαι πάντα πίσω, ήρεμη, σταυροπόδι, με ίσια την πλάτη, έξω το στήθος, το βλέμμα στον ουρανό, τα πόδια στη γη, με την καρδιά χαρισμένη ή μπλοκαρισμένη ή κομμάτια ή απλά ζωγραφισμένη στο τζάμι πάνω στην υγρασία από το χνώτο μου.

Οι οδηγοί με μισούν. Κινούμαι επικίνδυνα. Τρέχω πιο γρήγορα απ' το ταξίμετρο, από το ταξί, από τη μηχανή που επιταχύνει στην εθνική, από το βλέμμα του Άντρα που σαρώνει όλες τις Γυναίκες στο μπαρ, από τον μετρητή της ΔΕΗ που καλπάζει. Τρέχω έξω από το σώμα μου, μέσα σ' αυτό, με αυτό και χωρίς του. Ο τροχονόμος σφυρίζει έρωτα και κοιτά τις γάμπες μου. Του κλείνω το μάτι, γλιτώνω τις  κλήσεις. Το φανάρι διαμαρτύρεται με κόκκινες τιμωρίες. Το προσπερνάω και το παραβιάζω. Οι διπλές γραμμές, αρτηρίες γεμάτες γάλα θηλάΖουν τις διαδρομές μου. Οι οδηγοί με μισούν. Έχω κάτασπρα δοντάκια. ΡοκανίΖω χιλιόμετρα. Έχω σκληρά νύχια. ΑρπάΖω ευκαιρίες. Έχω ατσάλινης ευλυγισίας οστά. Δεν σπάω. Λυγίζω ακροβατικά πάνω στα τεντωμένα σκοινιά του γκρεμού και ισορροπώ όταν οι τζογαδόροι πουλάνε τα σπίτια τους για να ποντάρουν Στοιχήματα στην Σίγουρη Πτώση μου.

Ο μόνος που με συναγωνίζεται είναι ο Χρόνος. Φτάνω σπίτι και είναι ήδη εκεί. Έχει ανάψει θερμοσίφωνα και έχει γεμίσει τη μπανιέρα μου ως το χείλος του πνιγμού της. Ξεντύνομαι. Πάντα αργά,  με ιεροτελεστίας αφοσίωση. Βγάζω το ρολόι, το μαχαίρι από την τσέπη μου, την κραυγή που με πνίγει στο λαιμό  μου, τη ζώνη που σφίγγει τη μέση μου και με κόβει στα δύο {Ψυχή και Σώμα}, τα ρούχα μου, τα εσώρουχα, το δέρμα μου, την ταυτότητα. Γυμνή βουλιάΖω στην Λύτρωση μιας επιστροφής στο αμνιακό υγρό που με γέννησε. Μόλις βυθίζομαι, ξεχειλίΖει απ' τα τοιχώματα η Ζωή μου. Σπάνε τα νερά της. Βρέχει κλάματα, λυγμούς, βρισιές, ικεσίες και παιδικά τραύματα. Η Νύχτα ανοίγει το στόμα της και καταπίνει μουσκεμένο ουρανό. Το νερό κρυώνει. Το κορμί εξατμίζεται. Το φως σβήνει. Το Φεγγάρι, πάντα εκεί.

Μου απλώνεις το χέρι κρατώντας την πετσέτα, την κουβέρτα, την αγκαλιά. Πάντα αναρωτιέμαι πώς έρχεσαι, αφού όλα τα  κρατώ κλειδωμένα. Τέτοιες ώρες όλα μου είναι κλειστά. Ανοίγεις και πάντα είσαι εκεί, εδώ, μέσα μου να κρατάς μακριά τα κοντινά μου επικίνδυνα στιλέτα. Μόνο τις γόβες επιτρέπεις, γιατί λατρεύεις τον τρόπο που τρυπούν τις φλέβες του πατώματος και ζωγραφίζουν παπαρούνες το χαλί, στη φαντασία σου, στο σενάριο της Ζωής μας.

Βαθαίνει ο διάδρομος. Τα ψιλά μου τελείωσαν και το ταξί με παράτησε μπρος στο σαλόνι. Αρνείται να διασχίσει το διάδρομο προς την κρεβατοκάμαρα που λούζεται από Φεγγάρι.

-Αυτή η σκαλωσιά, που οδηγεί στην Ποίηση, ορειβατικά διασχίζεται με άδειες τσέπες... είπε ο ταξιτζής στην Αγωνία μου και μ' έσπρωξε στο Κενό.

Κάθε που προκύπτει ενδεχόμενο Πτώσης,  οι τζογαδόροι πουλάνε τα σπίτια τους για να ποντάρουν Στοιχήματα υπέρ της. Ακόμη δεν έμαθαν πως Με λένε Γυναίκα. Γεννιέμαι γεννώντας, ακόμη κι αν το παιδί γεννιέται νεκρό. Γιατί μες στους 9 μήνες της Κύησης Εγώ είμαι το Παιδί και η Μάνα μου, η Ζωή και ο Θάνατός μου.

Σήμερα που σε ερωτεύτηκα επιχείρησα ξανά να αυτοκτονήσω. Με νερό και φωτιά.
Αναστήθηκα πιο υγρή και πιο πύρινη.

Αύριο οι ταχύτητές μου θα είναι ασύλληπτα ιλιγγιώδεις.
Μου κάνεις κακό, μα πούλησα το σπίτι μου και ποντάρω Στοιχήματα πως ο Χρόνος σε προσέλαβε κι ας Εγώ σε πληρώνω με Ειλικρίνειες.

Πρώτη φορά λούζομαι γυμνή από όλα, όχι για να απολυμάνω τον Εαυτό μου από τη φτήνια του Κόσμου -φτηνά μεροκάματα, φτηνά καπρίτσια, φτηνά ποτά, φτηνοί έρωτες- μα για το Ραντεβού μας...

-Μη με στήσεις... μα και μην έρθεις πριν την ώρα σου... Να έχω προλάβει να σκαρφαλώσω τη σκαλωσιά από την κρεβατοκάμαρα ως το Φεγγάρι της Ποίησης...