Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Νησί



Διακοπές στον πληθυντικό, μα φεύγω μόνη. Ο Ενικός μου κι Εγώ. Εκείνος πακετάρει τις κλίσεις του σε ένα τσαντάκι χειρός, που χωρά στην παλάμη της Γραμματικής μου κι Εγώ πακετάρω βιβλία, λίγα ρούχα κι ένα μαγιό για όλες τις ώρες. Το Σώμα μου ταξιδεύει σε μία ώρα για το Νησί. Εγώ ταξιδεύω μόνιμα, νόμιμα και λαθραία, σε άλλους κόσμους. Ήταν ευτύχημα που με συνάντησες εδώ. Δύσκολα εμφανίζομαι και κυκλοφορώ σ' αυτά τα μέρη. Με πέτυχες σε σύσκεψη με τον γήινο Εαυτό μου ν' αποφασίζουμε πού θα πάμε φέτος διακοπές. Κάποιες Αδυναμίες μου σε προσκάλεσαν. Κάποιες Αδυναμίες σου προνόησαν και αρνήθηκαν ευγενικά.

Δεν πτοούμαι. Ελάττωμα; Αυτή είμαι. Μεταφράζω την Άρνηση ως νέα πρόκληση και την ΚατάΦαση ως ούριο Άνεμο καλού οιωΝού. Δεν χαρτογραφήθηκαν όλα τα νησιά. Σε ένα αταξινόμητο θα πάω. Το  καράβι φτάνει στο μεγάλο νησί και μετά παίρνεις βαρκάκι, χωρίς μηχανή, χωρίς πανιά, κι αν ο άνεμος συνεργαστεί, φτάνεις σώος με τα κουπιά προεκτάσεις των χεριών σου. Ποτέ δεν διάλεγα τις εύκολες διαδρομές, τις βατές διακοπές, τις αναπαυτικές θέσεις, τις άνετες διαΘέσεις. Πάντα κάρφωνα το βλέμμα μου στο Ζόρικο Φονικό του Εαυτού μου. 

Φτάνω στο νησί. Το μεγάλο νησί. Παράξενα ντυμένη. Στιλέτο στο πόδι. Στιλέτο στο χέρι. Προσθέτω 10 πόντους Ύψος και 10 πόντους εσοχής στα μαχαιρώματα. Σκοτώνω τον ελεύθερο χρόνο μου με πείσμα. Σαν Φονιάς θα ομόρφυνα τα πρωτοσέλιδα, Γυναίκα γαρ, και θα ανέτρεπα το αποτρόπαιο του Θανάτου. Μα δε θα με διαβάσει κανείς. Εξάλλου, εδώ στην ερημιά του Πουθενά που πλέει το αχαρτογράφητο μικρό  νησί, δεν υπάρχει το παρασιτικό είδος των αιμοδιψών δημοσιογράφων. ΦωτογραφίΖει μόνο ο Ήλιος κι ο Θεός τις γκριμάτσες μου και το φονικό που λαμβάνει χώρα. Δεν ξέρω ποιος είναι πιο υπαρκτός. Οι υλιστές καταγράφουν στο στερέωμα τον Ήλιο ως Κέντρο του Σύμπαντος. Οι θεολόγοι τον Θεό ως επίΚεντρο της Δημιουργίας και τον Άνθρωπο ως μέσω για να πάρει Αξία ο Παράδεισος. Εγώ ανήκω στο τρίτο είδος, μα οι κλίσεις του Ενικού μου είναι καψαλισμένες στο στοιχείο του απαγορευτικού ΜΗ που πάντα άρω.

Χαρτογραφούμαι από κάτι γλάρους που ψαρεύουν καμακώνοντας αφρόψαρα πολυτελείας. Ευτυχώς οι Άντρες δεν πετούν και το τοπίο έχει ... ησυχία και μερική ασφάλεια!.... Κύμα το κύμα πιάνω ακτή. Ένας αιώνιος εφιάλτης μου είναι το κύμα που υψώνει την καμπύλη του πάνω από το ύψος μου και με καταβροχθίζει πριν προλάβω να ζητήσω βοήθεια. Όσο έρημο κι αν είναι το τοπίο ενός Εφιάλτη, μιας Φοβίας, μιας Ζωής, πάντα υπάρχει ένα προσωποποιημένο αντικείμενο που δύναται να σε σώσει. Αυτές οι προσωποποιήσεις του μοναχικού κινδύΝου με οδήγησαν στο Ποίημα. Θα μπορούσε να ήταν το όνομα του μικρού αυτού νησιού. Οι ντόπιοι το λένε Μηδέν. Είναι που όταν πολλαπλασιάζεις μαζί του κάθε σου Αλήθεια την εκμηδενίΖει. Ενισχύει μόνο τις ανυπόστατες εμμονές σου. Μαγικό μέρος!... Μοιάζει με τους κόσμους που συνήθως περιφέρω τον εσωΕαυτό μου. Ευτυχώς που αρνήθηκες να πάμε μαΖί διακοπές. Δε θα επιβιώναμε εδώ αντάμα. Θα ήσουν η εμμονή μου και θα σε Γιγάντωνα. Θα ήμουν η Αλήθεια σου και θα με ... εκμηδένιΖες. Μαθηματικά παράνοιας. Όλα τα μαθηματικά του Έρωτα ανήκουν σε σφαίρα φαντασίας. 

Τραβώ την Βάρκα και μετρώ βήματα από την ακτή. Λένε η θάλασσα το βράδυ φουσκώνει. Δέκα. Σαν μία Γυναίκα ΓιγαντοΑφίσας ξαπλωμένη στην Άμμο κάθετα στην ακτογραμμή και οριζόντια στις επιθυμίες του κύματος που ίσα θα έφτανε να γλείψει τα ... πόδια της ως το γόνατο!.... 

ΧτίΖω πρόχειρο κατάλυμα. Στρατιωτικής επιβίωσης νοοτροπία. Πως να μ' ερωτευτείς μετά?... Δυναμώνουν επικίνδυνα τα χέρια, οι καρποί, τα δάχτυλα και ίσως να χαθεί η τρυφερότητα της Γυναικείας Αφής... Μα όπως γυμνάζομαι στα δύσκολα, έτσι γυμνάζομαι και στα τρυφερά... και στις ακτογραμμές της Αφής πάντα καλλιεργώ επιφωνήματα αναπάντεχου. 

Όσο νυχτώνει, ξημερώνουν οι Φόβοι. Έχω μυηθεί στον θόρυβο. Το νησί έχει παραδοθεί στον συλλαβισμό της θάλασσας. Εγώ έχω παραδοθεί στην αγρύπνια της πρώτης βραδιάς. Η άμμος παρορμητικά γεμίΖει επικίνδυνες μορφές. Ακούω σφυρίγματα ερπετών και κουλουριάζομαι έμβρυο Φόβου γύρω από τον Ενικό μου. Κλίνομαι:

Εγώ 
Εγώ
Εγώ

Σκορπιοί ξεπηδούν από το απύθμενο μιας σκοτεινής αμμουδιάς και μυρίΖοντας την Ύλη και την ... αντιΎλη μου πλησιάζουν στο καταφύγιό μου. Ψάχνω στο βαλιτσάκι με τα φάρμακα. Αντίδοτο. Πουθενά. Το αίμα μου νερώνει από το Φόβο. ΧλωμιάΖω. Σκέφτομαι να προσποιηθώ την Νεκρή. Μάταια. Σκάνε εκρήξεις στο μυαλό μου, σκηνές αποτρόπαιων θανάτων. Φορώ ακόμη τις γόβες. ΨηλώΝουν οι Φόβοι μου. Συρρικνώνεται το κορμί μου κουλουριασμένο στον Άξονα της Ύπαρξης. Κρατώ ακόμη το στιλέτο. Θα επιτεθώ.... μα πρέπει πρώτα να βρω το κουράγιο να ανοίξω τα μάτια.  πρώτη βραδιά άγριας αγρύπνιας, άγριας απουσίας, άγριου ιθαγενή Εαυτού μπρος στον κατοικίδιο Φόβο μου... 

Τολμώ το αδύνατο. Σφίγγω στην παλάμη το στιλέτο και ανοίγω τα μάτια. Σκοτωμένο Σκοτάδι. Το Φεγγάρι φυσικά Απών. Μοιάζει συνωμοσία. Το μόνο που γυαλίζει είναι η κόρη των ματιών μου. Ένα ρεύμα υγροποιημέΝου Αέρα χαμογελά με ικανοΠοίηση ανάμεσα στα μαλλιά, στο φόρεμα, στα δάχτυλα, στα βλέφαρά μου... 
Όλος ο μανδύας της Νύχτας Ρούχο σου. Όπου κι αν εστιάσω τα μάτια σου εστιάΖουν πάνω μου. Είμαι βορρά. Η άμμος κινούμενη. καταρρέω, καταπίνομαι, εξαφανίζομαι από το χάρτη. Εγώ και το Νησί. Οι δορυφόροι δεν καταγράφουν τίποτε. Τυφλές κάμερες σαρώΝουν τα κύματα, χωρίς καν την υποψία ενός Υφάλου.

Ο Αφαλός της Γυναίκας κρύβει τα Μυστικά της Ζωής. Στο στόμα που βρίσκομαι, αυτό το γεμάτο αλμύρα και ιώδιο, οι επίγειες γνώσεις δεν αρκούν να περάσεις τις τάξεις επιβίωσης. Γυρεύω Δάσκαλο να μου υποδείξει το πρώτο  μάθημα και το μόνο που αντηχεί  είναι μία φωνή από μία Απόσταση αναπνοής, λες κομμένης, να με παροτρύνει:

"Κλίνε ξανά τον Εαυτό σου!"

Δεν τολμώ ούτε ανάσα. Δεν ξέρω πώς κλίνομαι Εδώ. Ποια αντωνυμία είμαι? ΔΕΝ είμαι πια ΕΓΩ που ήξερα. Μεταμορφώθηκα. Μεταμορφώθηκε και το τοπίο και ο καιρός και ο χρόνος....

Δεν τολμώ ούτε ανάσα... Η φωνή επιμένει.

Ανταπαντώ:

Δεν κλίνομαι πια όπως παλιά. 
Κλείστηκα επιτυχώς σ' αυτή την Άρνηση, που μέσα στον πυρήνα της αγκαλιάΖει πολυεπίπεδα την ΚατάΦαση μιας Αιωνιότητας.
Δε φοβάμαι πια. Έχω έναν Σκορπιό χαραγμένο στο στιλέτο. Όχι αυτό που φορώ στο πόδι μου, ούτε αυτό που κρατώ στο χέρι. Αυτό που καρφώνει τη Σκέψη μου κι ανεμίΖει σαν πανί στην βάρκα που θα με επιστρέψει στην μόνιμη Στεριά μου....

Μέτρησα δέκα βήματα χρόΝου. Σαν δευτερόλεπτα, σαν στιγμές, σαν αιωνιότητες, ίσα με το ύψος της Γυναίκας στη ΓιγαντοΑφίσα του Κόσμου, που έχει τα πόδια της στη Γη και τα μαλλιά της ανεμίΖΟΥΝ Παράδεισο......
Σήμανε λήξη.... Λύθηκε ο κάβος.... 

Διακοπές Τέλος...
Του χρόΝου πάλι...
Στην ίδια, αυτή, ακρογιαλιά....