Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Ανοιχτή επιστολή κλειστoύ Τύπου...



Τηλεγραφικά πια. Δεν γράφω, παρά μόνο για να σωθώ. Αγγίξαμε την τελειότητα της φθοράς και εξοικειωθήκαμε με το μαστίγιο. Τόσο, που μοιάζει βάσανο η καθυστέρηση της πληρωμής.
Ντύθηκα σεμνά και γονάτισα μπρος στο εικόνισμα. Στην κορνίζα μπρος στο καντήλι μία παιδική μου ζωγραφιά. Ο πρώτος μου έρωτας. Τον εκμαύλισα επαρκώς. Με αφόρισε κι όλες του οι κατάρες κομποσκοίνια στον καρπό μου. 

Δεν φταις εσύ, λοιπόν. Είχα βεβαρυμένο ιστορικό αυτοκαταστροφής. Έπρεπε να με ξεντύσεις πριν μ' ερωτευτείς. Κάτω από τα διάφανα γάντια, μαύρα τα νύχια από το χώμα που σκάβω κάθε χάραμα για να βγω από τον περιφραγμένο  παράδεισο μιας Μοναχικότητας που δεν αστειεύεται. Κάτω από το επίσημο φόρεμα, ένα κορμί  γεμάτο εκδορές και ρυτίδες, από τη σκαπάνη που ο Αιχμάλωτος Εαυτός  χρησιμοποιεί για να ξεφύγει από το σώμα μου.
Έπρεπε να με ξεντύσεις από τη βιτρίνα μου πριν μ' ερωτευτείς. Μέσα μου πολυώροφα κάστρα σκοτεινής περιήγησης, με Φόβους - Τρωκτικά για φρουρούς. Γεμάτη άβατα πατώματα Μοναξιάς. Υπόγεια, ισόγεια και ρετιρέ. Καμία πολυτέλεια. Άρωμα από εγκατάλειψη. Και στα μπαλκόνια, χωρίς κάγκελα, χωρίς προστασία, ένας γκρεμός.
Στην πίσω αυλή θάβομαι κάθε σούρουπο. Δίπλα στις ρίζες του γενεαΛογικού μου δέντρου. Να θρέφονται οι παραλογίες μου από τεκμηριώσεις. Το χάραμα, με τον νεογέννητο Ήλιο να σκάει μύτη απ' τον ορίζοντα, σκάω μύτη από το βούρκο.
Περιποιούμαι στον καθρέφτη της Παραπλάνησης. Κάρβουνο στα μαλλιά και λίπασμα στα μάτια. Φυτεύω βλέμματα και δαγκώνω τα χείλη για να κοκκινίσουν. Δεν φοράω κραγιόν. Με ξέρεις. Μ'  ένα λιπαντικό γυαλίζω τις επιφάνειες και τα δόντια. Το λευκό των ματιών με οξύ λεμονιού... Κι αντέχω. Δε δακρύζω ποτέ. Ξέρω ποια λάθη πληρώνω και το φχαριστιέμαι στο βασανιστήριο... γελάω. Μαζοχίζομαι μπρος στην απειλή της τιμωρίας και σαν νιώθω στην πλάτη κεφάλια ερπετού, τις υγρές τούφες των μαλλιών, ενισχύω τα αγγεία με αίμα, να μην μείνουν πεινασμένοι οι επιστρατευμένοι στρατοί των Αγγέλων.


Ξέρεις. Είναι καλοί οι Άγγελοι με όποια μορφή κι αν εμφανιστούν. Έρχονται να συνετίσουν με τιμωρία. Θέλουν να με γλιτώσουν από το Τίποτα, από την θηλιά του παραμυθιού μου που φλερτάρει μόνιμα με τον λαιμό μου...


Ο μόνος τρόπος αντίστασης είναι να δείξω πως απολαμβάνω αυτό το Θάνατο.
Η μόνη άμυνά μου είναι, την ώρα που το Θηρίο ανοίγει το στόμα του για να δαγκώσει τον καρπό μου, να πιέσω με όλη μου τη δύναμη το χέρι μου, ώστε να του κοπεί η αναπνοή και να ματαιώσει το Δάγκωμα...
και μετά έρχεται η σειρά μου να δαγκώσω...


Όλους τους Ρόλους μου τους λάτρεψα. Σ' όλες τις σκηνές της Ζωής πέθανα με ειλικρίνεια. Σ' όλα τα χειροκροτήματα υποκλίθηκα με ευγνωμοσύνη. Χάρισα τα Έσοδά μου, νομίσματα Δύναμης κι Αντοχής, στους φτωχούς της Γης...

Δεν απαλλάσσομαι από Αυτό που με περιμένει, παρασύροντας μαζί μου σ' ένα  αυτοσχέδιο μνήμα τον Εραστή της Μοναξιάς μου. Εκείνον που ερωτεύτηκε το μαύρο μου πιο πολύ από το κόκκινο.  Εκείνον, που εκεί, κάτω από το χώμα, πέρα από τη φαντασία που τριγυρνά αδέσποτη στους δρόμους της πόλης, πέρα από την σύγχρονη απομόνωση των τρελών, ξέρει να αγκαλιάζει τη Ζωή με τρυφερότητα και να παρηγορεί τις Αυτοκαταστροφές μου...






Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

...εσωστρέφεια...



Όταν οχυρώνεται ο Στεγανός Εαυτός, 
περιμένω και ταυτόχρονα απεύχομαι 
να εμφανιστεί Εκείνος 
που κρατά το κλειδί ή το ... τσεκούρι...


Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Συνεργός...


Σ' έχω παρακολουθήσει
νύχτες τώρα.
Την ώρα που βαθαίνει ο ύπνος 
εσύ ξυπνάς.
Σηκώνεσαι απ' το κρεβάτι του θανάτου
παραμερίζεις τα άρρωστα σεντόνια του πυρετού
κατεβαίνεις τις σκάλες ως την Παράνοια
διασχίζεις το διάδρομο ως την εξώπορτα της Ζωής.
Στην αυλή του πιο σκοτεινού Φόβου
στρίβεις εκ δεξιών του Εαυτού σου.
Δεν κοιτάς πίσω ή γύρω.
Δε σε νοιάζει που παρακολουθώ.
Φτάνεις μπροστά στο σπίτι του σκύλου.
Σε περιμένει.
Σκύβεις και σκάβετε μαζί.
Αυτός στο χώμα.
Εσύ μέσα σου.
Αδειάζεις.
Τα μπάζα σου ρίχνεις
στη λακκούβα, στη γη,
και σφίγγει λουρί στο λαιμό σου
ο λυγμός.
Ο σκύλος σού γλείφει απ' τα δάχτυλα
το αίμα και την απόγνωση.
Τραβά με τα δόντια το λουρί σου,
σε λευτερώνει απ' τα δεσμά.
Κάθε βράδυ το ίδιο σκηνικό.
Ξαπλώνεις στην αγκαλιά του
και κλαις.
Όλη νύχτα κλαις.
Όλη νύχτα πλησιάζω.
Ποτέ δε φτάνω.
Ποτέ δε φτάνω στην Αγκαλιά.
Όταν επιστρέφεις
ξαπλώνεις δίπλα μου.
Βεβαιώνεσαι πως κοιμάμαι,
χαϊδεύεις το λαιμό μου
και σκύβεις στο αυτί μου ψιθυρίζοντας:
"Αύριο θα πάρουμε ακόμη ένα σκύλο.
Θηλυκό."





Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

~Θέα προς το Αθέατο~



Κέντρο και πάλι.
Πλάτη με πλάτη
ο Εαυτός με το Είδωλό του.
Αυτοπροστασία.
Με ένα αιχμηρό ερωτηματικό
μας απειλούν ακόμη οι Δασκάλες.
Συμμαχώ με όλους τους χρόνους μου
κι αντιμετωπίζω την Γραμματική τους.
Κάθε τελεία, σφαίρα.
Διάτρητη σωριάζομαι καταγής
στη σελίδα μιας Βιογραφίας
που δε με χωρά ανορθόγραφη,
ως επιμένω.
Κι άτονη.
Σε απεργία πείνας η Φωνή
μέχρι να επιστρέψουν δασείες και περισπωμένες.
Και ως να κερδηθεί ο πόλεμος
μένω μπρος στο στενό παράθυρο του νοήματος,
όπου πολλοί κοιτούν
και λίγοι βλέπουν.
Θέα προς το Αθέατο
που δε διακρίνεται
από μάτια που διαβάζουν με κανόνες.






Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Rose and Snake



Το χέρι απλώνεται 
{και ο Νους επίσης} 
και προσφέρει τριαντάφυλλα.

Η προέκταση του μίσχου
είναι Φίδι.
Ο κάθε νευρώνας του Νου
είναι Φίδι.
Εκείνος που εξοικειώνεται
είναι επικίνδυνος.

Τέτοια λουλούδια δεν τα τοποθετείς στο βάζο.
Ακονίζεις στ' αγκάθια τους τη γλώσσα σου
και τα καρφώνεις στη φλέβα
να κοκκινίσουν τα πέταλα απ' τις ταχυπαλμίες.

Κι όταν χρειαστεί να προσφέρεις Κήπους
προσφέρεις πλέον τον Εαυτό σου.
Δηλητηριώδη και Κατακόκκινο...




Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Μονοπώλιο...



Στον ύπνο σου μέσα
σου φορώ χειροπέδες
σου κλείνω το στόμα
σε φυλακίζω στο Παρόν
και κλειδώνω το χρόνο
έξω από το δωμάτιο.
Σέρνω τη σκέψη σου
στο πιο σκοτεινό μου υπόγειο.
Το κορμί σου δένω
στο πιο ψηλό μου κατάρτι.
Ούτε όρνια, ούτε σειρήνες.
Μόνο Εγώ.
Απ' όλες τις μεριές.
Σε γυροφέρνω
Σε μυρίζω
Σε χορεύω
Σε δραματοποιώ.
Κοιμάσαι με προσποίηση.
Σε μονοπωλώ με διαστροφή.
Ανάβω κεριά.
Σκάβω δρόμους πυρασφάλειας.
Δε θα σε πλησιάσει κανείς.
Σου βάζω φωτιά.
Με καις.
Σου ρίχνω νερό.
Με πνίγεις.
Κλειδώνω το αμπάρι
μην ξεχυθούν οι ωκεανοί στο δρόμο
μην οι φωτιές εξημερωθούν
μην τα σώματα πέσουν
σε χέρια σωτήρων.
Εδώ θα μείνεις.
Να ψηλώνεις, όσο ανεβαίνει η στάθμη.
Να πυρακτώνεσαι, όσο καίει η φωτιά.
Να προσποιείσαι, όσο γράφεται το σενάριο.
Να ξέρω πως δε θα σ' αγγίξει κανείς.




Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Δεν υπάρχει αυτός ο δρόμος, μου λένε.




Τα βράδια ο μπόγιας μαζεύει τις αδέσποτες φωνές σ' ένα ενυδρείο δακρύων. Τις βουτάει στην άλμη και φιμώνει με το κάψιμο τους λαιμούς των άναρχων τραγουδιών. Διασφαλίζει κοινή ησυχία. Τα παιδιά γουρλώνουν τα μάτια σαν στόματα. Λες και οι κόρες των ματιών ζωντανεύουν και συνεχίζουν το έργο των πνιγμένων φωνηέντων. Σε κοιτώ με φωνήεντα. Δεν είναι πως μιλώ. Μουρμουρίζω σαν γάτα που κλαίει παράπονα του κόσμου. Κλαίω και παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Δεν υπάρχει αυτός ο δρόμος, μου λένε. Βγαίνω από τη σελίδα της βιογραφίας μου και βαδίζω πίσω. Επιστρέφω. Γυρίζω. Μηδενίζω το ταξίδι.

Σιχάθηκα τις λεωφόρους. Αχόρταγα στόματα που καταπίνουν πολυκοσμίες. Θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Στο χωριό. Στην μήτρα της μάνας μου. Δεν έχει χειρόφρενο ο εαυτός, ούτε όπισθεν. Γύρισα πλάτη. Σφυρίζουν τ' αυτιά μου, οι σειρήνες, ο ιμάντας του αυτοκινήτου που παράτησα - στην εγκατάλειψη και τ' άψυχα αποκτούν ψυχή και παράπονα. Δε συγκινούμαι. Αυτό με τρομάζει περισσότερο. Δε συγκινούμαι. Κοιτάζω διαγώνια τον τροχονόμο και προσπερνώ το σήμα του, τον κόμβο εξόδου της παράκαμψης, το σημείο γέννας και θανάτου και συνεχίζω. 

Μου κολλά την κλήση στην πλάτη, όπως τόσα χρόνια μου κολλούσαν στην πλάτη επικροτήσεις οι κόλακες. Τα πλήρωσα όλα. Κλήσεις και επικροτήσεις. Οι δεύτερες κροτίδες, σκάγαν ως προειδοποιήσεις σαν έφτανε η προθεσμία πληρωμής τους. Τα πλήρωσα όλα με νομίσματα φωνηέντων. Εκείνα τ' ακριβά, που στο νομισματοκοπείο της ψυχής μετρούν διπλάσια από το βάρος τους, ζυγισμένο στις παλάμες της μοναξιάς. Αυτή τη φορά σκίζω το πρόστιμο. Θα ‘χουν να λαμβάνουν. Συνεχίζω.

Από το παράθυρο της επιστροφής μου βλέπω πρόσωπα άχρωμα εγκλωβισμένα, δυστυχή. Απεχθάνομαι το μποτιλιάρισμα. Φάτσες οδηγών αποκρουστικής αποσύνθεσης. Μυρίζει ψοφίμι. Μυρίζει νεκροταφείο. Ανάβω το καντήλι στο εκκλησάκι στο πλάι του δρόμου. Κατεβαίνουν κάποιοι άγγελοι από τον παράδεισο. Στρώνουν τραπέζι. Κάθομαι ξελιγωμένη από το βουβό κλάμα και τον αποπροσανατολισμό. Μου δίνουν κατάλογο να διαλέξω. Όλα σε τιμές χαμένων ονείρων. Δύσκολο μενού. Ορεκτικό ενθουσιασμού, τιμή δύο ονείρων η αυτοκτονία. Κυρίως πιάτο καταξίωσης, τιμή πέντε παιδικών ονείρων η θυσία. Δεν πεινώ πια. Θέλω να εξαργυρώσω τα όνειρα. Οι άγγελοι αρνούνται. Δεν έχεις δικαίωμα αναίρεσης. Δεν είναι computer-game η Ζωή. Δεν πιστεύω σε οπτασίες, είπα, και τ' όραμα χάθηκε αυτοστιγμεί. Η λεωφόρος όχι. Το μποτιλιάρισμα όχι. Η απόγνωση όχι. Μόνο το όραμα. Συνεχίζω.

Επιβραδύνω ως την ακινησία. Ακίνητη και πεινασμένη. Βουβή μπρος στα τζάμια των σταματημένων στο φανάρι αυτοκινήτων. Σταματώ τη Ζωή μου. Τα χέρια ξέρουν να υπηρετούν τον ζητιάνο εαυτό. Απλώνονται. Επαιτούν. Τα κόβω. Απλώνονται λυτρωτικά τα μανίκια μου. Οι οδηγοί συγκινούνται αδιάφορα. Μου δίνουν κέρματα. Ζητώ σύμφωνα για τα φωνήεντά μου. Μου δίνουν κέρματα και αδιαφορία. Σωριάζομαι στο πλάι. Στρέφονται κάποια κεφάλια προς παρατήρηση. Ανάβει πράσινο. Πρώτη. Γκάζι. Επιτάχυνση. Συνεχίζουν.

Τρέχουν στις λεωφόρους οι ανθρώποι, τ' αμάξια τους, υδρογόΝου πια, τα ωράριά τους, τα σπερματοζωάρια της αναπαραγωγής, τα χρόνια, οι ζωές. Βγάζω ρίζες έτσι ξεχασμένη. Ρουφώ νερό από το χώμα. Συνέρχομαι. Συνεχίζω.

Ανταμώνω τον παιδικό μου εαυτό. Με πιάνω από το χέρι στην διασταύρωση Αλήθειας και Παραίσθησης. Τι κρύο χεράκι! Αυτό το πιτσιρίκι πεινά πιο πολύ από μένα. Το παιδί πρέπει να κλάψει για να το ταΐσει η μάνα. Ακούγεται  ένα κλάμα βουβό, μα δεν ξέρω αν είμαι το παιδί που κλαίει ή η μάνα που πρέπει να το ταΐσει. Με παίρνω αγκαλιά. Συνεχίζω…

Δεν υπάρχει αυτός ο δρόμος, μου λένε.
Επιβραδύνω ως την ακινησία και περπατώ με τα μάτια ως το τέλος του δρόμου που τέλος δεν έχει…

Δεν υπάρχω ούτε εγώ, απαντώ…