Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Η πιο γενναία σου πράξη!...


Τα σώματα μοιάζουν ίδια μέσα στην διαφορετικότητά τους και ταξινομούνται με ευκολία στο καμαρίνι των φυσιοΛογικών ανθρώπων.
Το σώμα μου ταξινομείται, μα Εσύ κοίτα με στα μάτια.. Ειδικά όταν τα κλείνω...

Έλα πιο κοντά. Φύτεψε την όσφρυσή σου μέσα στα μαλλιά, σκάψε στο τριχωτό της κεφαλής, θα δεις... η σκέψη μου μυρίζει ωκεανό. Δεν ξαποσταίνω.. δεν ... Αυτός ο ίλιγγος των κυμάτων σαλεύει το βλέμμα μου κι όταν τα μάτια κλείνουν, η οπτική του μυαλού μου βαθαίνει και βυθίζομαι στο ποτήρι με το αναψυκτικό, κόντρα στην άνωση του ανθρακικού, κόντρα στην αυστηρότητα του σερβιτόρου, που κατηγορηματικά απαγορεύει τις υπερχειλίσεις Εαυτού στα τραπέζια που σερβίρει.

Δεν φταίω, όμως... πίστεψέ με, δεν φταίω.. Φορώ το καλό μου φουστάνι. Κρατώ τσαντάκι, όπως όλα τα κορίτσια. Μα είναι αυτή η μυρωδιά που έλκει τα σμήνη. Εκεί που κάθομαι ήρεμη και φυσιοΛογική, δεν το βλέπεις, μα έρχεται ένα σμήνος άγριες μέλισσες και τρυπούν με το κεντρί τους το μυαλό μου. Ρουφούν το γλυκόπικρο νέκταρ που προσπαθώ να εμφιαλώσω μέσα στις πιο κρυφές μου σκέψεις. Ρουφούν ακατάπαυστα και το βουητό τους παρεισδύει στον αντίλαλο του μυαλού μου... Σε κάθε τσίμπημα διαλύομαι, παραμένοντας κοκαλωμένη κυρία μέσα στο κομψό μου φόρεμα, χαμογελώντας αδιάφορα όπως ο τρελός ή ο αυτόχειρας που αυτοσχεδιάζει έκρηξη στο Σύμπαν. Ένας σεισμός μέσα μου ειρωνεύεται την τάξη των πραγμάτων. Ιδρώνω. Αλμύρα και κύμα. Θαλασσοποιούμαι. Στην ύστατη στιγμή διαπιστώνω πόσο μικρό είναι το ποτήρι. Πόσο μικρό είναι το σώμα μου. Το μαγαζί. 

Αφήνω στο τραπέζι κάτι ψιλά για τη λεμονάδα, αφήνω το σώμα μου συγχρονισμένο με το κουκλοθέατρο του κόσμου, τα χέρια μου σταυρωμένα στους αγκώνες, τα πόδια μου σταυροπόδι, το βλέμμα μου διασταυρωμένο με το κενό και εγκαταλείπω τη σκηνή... Σου τείνω νεύμα συμπόρευσης, χωρίς να 'χω περιθώριο διαπραγματεύσεων.

Έρχεσαι. Θε μου, έρχεσαι!... Η πιο γενναία σου πράξη!...
Αφήνεις στο τραπέζι κάτι ψιλά για τον καφέ σου, αφήνεις το σώμα σου συγχρονισμένο με το κουκλοθέατρο του κόσμου, τα χέρια σου σταυρωμένα πάνω στα δικά μου, τα πόδια σου μπλεγμένα στο σταυροπόδι μου, το βλέμμα σου διασταυρωμένο με το κενό μου και εγκαταλείπεις τη σκηνή...

Διασχίζουμε το μονοπάτι αντίρροπα. Ο άνθρωπος από τη θάλασσα σκαρφάλωσε στην στεριά. Εμείς από την ξηρά επιστρέφουμε στο βυθό.. Ξέρεις πως αυτός ο ωκεανός δεν χαρτογραφείται. Ίσως να 'ναι αποκύημα μιας ιδιοτροπίας μου... Ταλαντώνεται ανάμεσα στο Υπερχειλίζω και στο Αποξηραίνομαι. Ξέρεις πως μπορεί να αφήσαμε πίσω το σμήνος με τις μέλισσες, μα θα ζωγραφίζω κι άλλες αχόρταγες αγέλες για να μας καταβροχθίσουν στο επόμενο σκηνικό της Ζωής... Ξέρεις πως το μόνο σίγουρο είναι το Μαζί. Όλα τα υπόλοιπα ρευστοποιούνται πάνω στον καμβά της μεταμορφωτικής μου μανίας...

Ξέρεις λίγα.... μα αρκετά για να πάρεις την απόφαση: Έρχεσαι...

"...Τα σώματα μοιάζουν ίδια μέσα στην διαφορετικότητά τους και ταξινομούνται με ευκολία στο καμαρίνι των φυσιοΛογικών ανθρώπων. 

Το σώμα μου ταξινομείται, μα Εσύ κοίτα με στα μάτια.. Ειδικά όταν τα κλείνω..."







ΠροΝοώντας...








Όταν το Ένστικτο ξεκινά να εξερευνήσει -πόσο μάλλον να κατακτήσει- έναν Παράδεισο, πρώτα πρέπει ν' αρχίσει από την πίσω αυλή και τα υπόγειά του, όπου ο Παράδεισος κρύβει τις Κολάσεις του...