Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Στο σκοτεινό δωμάτιο της Επαφής...


Πράξη Πρώτη

Στον προθάλαμο αυτού του τρελάδικου τολμήσαμε να ερωτευτούμε με όλες τις γήινες αιτίες και τα συμπτώματα, φορώντας τους γιορτινούς εαυτούς μας. Κατάπια πολύχρωμες πεταλούδες και εμβολίασες τις παλάμες σου με ιδρωμένες αγωνίες. Το αίμα μας ορμούσε να πνίξει με ταχυπαλμίες τους νευρώνες του νου, καθώς οι σκέψεις κολυμπούσαν χωρίς σωσίβια και λέμβους διάσωσης στα πιο απύθμενα βάθη της εμμονικής εξάρτησης του Έρωτα. Άρχισες να μου λείπεις. Άρχισα να σου μαγειρεύω. Ξεφλούδιζα τις πιο τρυφερές μου αγριότητες και στην υψηλή θερμοκρασία του Κορμιού μου σου ετοίμαζα εορταστικά γεύματα.  Η τρέλα, που μας είχε διαγνώσει η επιστημονική κοινότητα αυτού του παραΛογικού κόσμου, κλιμάκωνε τον εαυτό της και δε χωρούσε πια στα φωτεινά δωμάτια του όμορφου και καλαίσθητου Εγώ που φορούσαμε στις δημόσιες και ιδιωτικές μας εμφανίσεις. Ερχόσουν πάντα όμορφος. Ερχόμουν  καλοντυμένη. Ερχόσουν πάντα οικείος. Ερχόμουν φιλόξενη. Γιορτάζαμε τον Έρωτα στις επετείους της Σελήνης, προσέχοντας μην ξεπροβάλλει από την ξεφτισμένη γωνία του ρούχου μας ο Αληθινά Τρελός Εαυτός μας..
Και ήρθε η στιγμή που αυτό το Θηρίο δεν χωρούσε πια στις κρυψώνες που του φτιάξαμε...


Πράξη Δεύτερη

Σ' αυτό το ραντεβού ήρθαμε γυμνοί. Περπατήσαμε όλο το διάδρομο υποδοχής και φτάσαμε στο τελευταίο, σκοτεινό δωμάτιο της Επαφής. Και οι δύο με σκισμένες τις επίσημες ταυτότητες αναγνώρισης. Πιωμένοι στο υπόγειο μπαράκι της ιδιωτικής μας φρίκης. Ούτε μία χαραμάδα να μπει το φως. Τίποτε γνώριμο. Τίποτε γήινο. Τίποτε από τα φανερά δεν έκανε την εμφάνισή του εδώ. Μόνο οι σκοτεινοί Εαυτοί μας, με την φωνή μας αντίλαλο από τα βάθη της ιδιωτικής μας Κόλασης...

Σε μύριζα για να σε αναγνωρίσω. Τα δάχτυλά σου μύριζαν καπνό, το στόμα σου σκοτωμένες λέξεις και το κορμί σου στάχτη ενός μοναχικού ολοκαυτώματος. Χθες το βράδυ οι νοσοκόμες τρέχανε σαν τρελές να σβήσουν τη φωτιά από το μυαλό σου. Μάταια... Οι αυτοΕμπρησμοί σβήνουν μόνοι τους μόνο όταν κάψουν όλα τα εύφλεκτα υλικά του εμπρηστή... Σε μύριζα για ώρα, ως τη ρίζα του κάρβουνου και μου συστήθηκες από την αρχή. Εσύ, ο κρυμμένος Εαυτός σου.

Με ψηλαφούσες για να με αισθανθείς. Κρατούσα από το χέρι όλα τα ορφανεμένα παιδιά που είχε υιοθετήσει ο Νους μου και είχα καρφωμένα μέσα μου τα μαχαιροπίρουνα που έκρυβα στην κουζίνα μου. Χθες το βράδυ οι νοσοκόμες τρέχανε σαν τρελές να σταματήσουν τις αιμορραγίες του μυαλού μου. Μάταια... Οι εσωΑυτοκτονίες ολοκληρώνουν τον κύκλο τους όταν δολοφονήσουν κάθε ζωντανό θηρίο του αυτόχειρα και μετά, στη νηνεμία, δίνεται η ευκαιρία της αναγέννησης. Τρόμαξες να με γνωρίσεις. Μα στο πρώτο σου άγγιγμα άρχισα να ανθίζω.

Υπότιτλοι Συναισθήματος

Όσα σου είπα είναι λέξεις νεκρές. Όσα σου έγραψα είναι σκέψεις που αυτοκτόνησαν μπρος στα μάτια σου. Την αλήθεια μου την συλλαβίζω με συναίσθημα. Όχι το ταξινομημένο αχ των καθημερινών ανθρώπων του φαίνεσθαι. Εκείνο το ανεξερεύνητο ουρλιαχτό πάνω στο οποίο χορεύω νεκροζώντανη στα σκοτάδια μου. Στην Δεύτερη Πράξη σε ζω, μπλέκοντας το σκοτάδι μου με το δικό σου την ώρα που με ξεναγείς στην Κόλαση του μυαλού σου. Σ' αυτό το παρασκήνιο γνωρίζω όσα δε φαίνονται, όσα δεν ερωτεύτηκε ποτέ κανείς σε Σένα... και εκεί θέλω να χτίσουμε τον Παράδεισο αυτής της Επαφής μας...