Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Δύο Κόσμοι


Στον δυτικό κόσμο
δεν άρεσε τούτο το ποίημα.
Δεν τους άρεσα
ούτε κι εγώ.
Με δίπλωσαν στα τέσσερα
στα οχτώ
και με στρίμωξαν στη μασχάλη
του ποιήματος
οδηγώντας μας στην εξώπορτα.

Συνεχίστηκε ο διαγωνισμός
αναζητώντας από τα εκατό
από τα χίλια
από τις δεκάδες χιλιάδες
το Ένα
το Καλύτερο
το Μοναδικό.

Επιστρέφοντας στον εαυτό μου
με ξαναδιάβασα
με ξαναέγραψα
τραγούδησα το στίχο μου
με χόρεψα ως τη διχάλα του διλήμματος
ως τον αντιπερισπασμό ενός ξεσπάσματος
ως το α μπε μπα μπλομ της ζωής μου
ως το σύνορο που χωρίζει
το δυτικό κόσμο
από τους ινδιάνους,
τις φυλές των νέγρων
τις φυλές του Αμαζονίου.

Χόρεψα ήρεμα
μ' ένα κροτάλισμα στα κόκκαλά μου
σαν να θέλω να αποδιώξω απ' το σώμα μου
το φόβο και την ανασφάλεια
του δυτικού ανθρώπου.
Να αποδιώξω το κόμπιασμα του ποιήματος
που βγαίνει στο σφυρί.

Στην άγρια γη
δε γράφουν ποιήματα
γιατί δεν υπάρχουν οθόνες
ούτε διαγωνισμοί
ούτε εκδόσεις.
Κατευθείαν τραγουδιέται ο στίχος
μ' έναν καλπασμό ψυχής
που οδηγεί το ποτάμι στο σύννεφο
και τον νεκρό στην αναγέννηση.

Χορεύοντας έφτασα στη διχάλα του Υ
κι ένιωσα πως Υπάρχω
σαν καθετί πολύτιμο μέσα σε Όλα.
Καθετί που από μόνο του είναι
το Ένα
το Καλύτερο
το Μοναδικό
χωρίς να χρειάζεται να το αποδείξει.

Κι έτσι άρχισα να αρέσω
στον Εαυτό μου
κι έκοψα τη συνήθεια
να γράφω ποιήματα για ν' αρέσουν!



:))