Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Πεφταστέρι και Πεφτάνθρωπος




Κάθε που πλησιάζει μία νέα Πρωτοχρονιά μικραίνω κι όλο πιο φτωχή στέκομαι μπροστά στ' αστέρια. Τα φωτάκια όλο και πιο φτηνά και ψεύτικα, πληθαίνουν θαρρείς, όπως πληθαίνει ο όγκος της αυταπάτης. Δε στόλισα και φέτος. Δε διασταυρώθηκε ο δρόμος μου με το βρέφος. Οι εγκυμοσύνες μου γεννούν ανυπότακτους καλικατζάρους. Είμαι ταγμένη στην άλλη όχθη της γης. Ροκανίζω το δέντρο. Φυτρώνω παρασιτικά στο ευωδιαστό Χριστουγεννιάτικο κλίμα. Αναφύονται μυτερά αυτιά στο κεφάλι μου. Ζωγραφίζεται ένα μοχθηρό μου χαμόγελο μπρος στην ευγενική υποκρισία των ημερών. Σ' αγαπώ. Σε σκέφτομαι. Σού πήρα ένα δώρο, μέρες που είναι. Αύριο, στην πρώτη καθημερινή, θα σε σκοτώσω πάλι.

Σε κάθε πεφταστέρι οφείλεις να κάνεις μία ευχή. Εγώ επιμένω να κοιτάζω το μαύρο σκοτάδι που αφήνει πίσω του ένα αστέρι που πέφτει, που σβήνει, που χάνεται. Είχα από πάντα αδυναμία στο Κενό, στο Μεγάλο Τίποτα που μένει πίσω όταν χάνεται κάτι πολύτιμο. Καταπίνω τον εαυτό μου με μία αυτοκαταστροφική επιμονή για να δω πόσο Μεγάλο Κενό θα αφήσει το ίχνος μου. Πέφτω. Χάνομαι. Τ' αστέρια δεν έχουν μάτια να διακρίνουν τους πεφτανθρώπους και να κάνουν μία ευχή στο όνομα του κάθε εκλιπόντα. Εκλείπω.

Έχω ολόκληρες συλλογές ποιημάτων στο συρτάρι. Κι ένα παραμύθι παιδικό. Ανέκδοτα όλα. Γελάνε μαζί μου οι λέξεις. Τόσο ξόδεμα! Παράπλευρές μου απώλειες. Στα περιθώρια των ποιημάτων ζω τις πιο δυνατές στιγμές μου. Εκεί όπου δε διαβάζει κανένας αναγνώστης. Εκεί που σκίζεις το απόκομμα και το πετάς για να γλιτώσεις γραμμάρια στο γράμμα και να χρεωθείς λιγότερο. Σε χρέωσα λιγότερο. Εκλείπω. Μην μου πάρεις δώρο φέτος. Οικονομία. Ένα πακέτο λιγότερο. Εξάλλου αυτό που ζήτησα δεν τυλίγεται. Δεν κοστολογείται. 

Σκαρφαλώνω στην μύτη της κεραίας και στέκομαι με τις μύτες των ποδιών, σαν μπαλαρίνα. Τεντώνομαι να πιάσω τα σήματα. Δεν εκπέμπει κανείς. Τόση σιωπή είχα να αισθανθώ από την τελευταία φορά που χρησιμοποίησα τ' αποσιωπητικά μου. Φίμωσα την ανάσα μου  και σταμάτησα την καρδιά μου. Ούτε ροή, ούτε πνοή, ούτε σκέψη. Νεκρική Σιγή  σαν Ύμνος στο Μεγάλο Γεγονός της Αυτοσυγχώρεσης. 

Έλα, σε συγχωρώ, Κοριτσάκι μου. Πάψε να μου λες τα κάλαντα με αυτή τη φωνή που σβήνει. Τα σπίρτα σου τελείωσαν. Τα παραμύθια επίσης. Κι εγώ ξέμεινα από ψιλά. Δεν έχω φιλοδώρημα πια να καλοπιάσω τις φιλότιμες  προσπάθειές σου να με συγκινήσεις. Κοριτσάκι μου, ψήλωσες αρκετά και τα λάθη δεν εφαρμόζουν στο Ανάστημά σου. Σε συγχωρώ όμως για όλη την ταλαιπωρία. Για την μετανάστευση στον Άδη των άψυχων πραγμάτων. Ίσως αυτό το ταξίδι είναι η μόνη σου ευκαιρία να χρησιμοποιήσεις σωστά τη λιγοστή φωτιά που σού απέμεινε και να πυροδοτήσεις την Ψυχή ενός νεκρού Αστεριού που περιμένει Ανάσταση. 

Πόσες μέρες παραμένουν νεκρά τ' αστέρια περιμένοντας ανάσταση; Οι άνθρωποι, τρεις; Έχω τρεις μέρες να σού χαρίσω. Κάνε το Θαύμα σου.

Ξέμεινα από φωνή, από σπίρτα, από ψιλά, από Ψυχή. Άσε με να πω τα κάλαντα σαν πεφτάνθρωπος που πέφτει από το σύννεφο στο χώμα και σαν θα με βλέπεις να διασχίζω το μοιραίο τόξο της πτώσης μου κάνε  μία ευχή:

Αύριο, στην πρώτη καθημερινή να έχω τη δύναμη να σ' αγαπήσω από την αρχή, Κοριτσάκι. Σαν μόλις να γεννηθήκαμε δίδυμα πεφταστέρια. Εγώ Καλικάτζαρος κι Εσύ Αγγελάκι. Εγώ να ροκανίζω τη Ζωή σου κι Εσύ να με συγχωρείς που δε συμβιβάζομαι.