Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

Η κοιλάδα με τις σκιές





Μια αγέλη ολόκληρη
ξυπόλητα αγρίμια
στην κοιλάδα με τις σκιές
θέατρο σκιών
καταπίνει τις αλήθειες.

Αιχμαλωτίζεσαι
φιμώνεσαι
τρέμεις
καταπίνεις το φόβο σου
επιζείς χορτάτος.
Ένας, μέσα στους πολλούς.

Σκοτεινιάζει.

Δε βραδιάζει.
Μέρα μεσημέρι
απλώνεται εκείνη η πνιχτή σκοτεινιά
που φιμώνει τα παραμύθια.

Έπαψαν να κλαίνε τα παιδιά.
Πεθαίνουν αθόρυβα στα κρεβάτια
αγκαλιά με τα ψεύτικα παιχνίδια τους.
Τα σκεπάζεις ευλαβικά
και προσποιείσαι πως δεν τα σκότωσες.

Φτάνεις και στο δικό μου.
Τεντώνεις την κουβέρτα
κι όμως δε με χωράει πια.
Οι αστράγαλοι ξεπροβάλλουν
σαν κόμποι σ' έναν λαιμό 
που έμαθε να τρέχει 
πάνω σε δρόμους κλειστούς
που τους έσκαβα πάντα με τα χέρια.

Απομακρύνεσαι.
Ό,τι σκέπασες, σκέπασες.
Όσα προεξέχουν
αλήθειες που δε θάβονται στις σκιές.

Ποτέ δεν έπαιξα με ψεύτικα παιχνίδια.
Μού τα χάριζαν έτσι,
μα στο πρώτο βάφτισμα
τους έδινα Ζωή.

Μόνη μου
μία αγέλη ολόκληρη
ξυπόλητα αγρίμια
στην κοιλάδα μου με τις σκιές.

Οι λύκοι μου ουρλιάζουν σκαρφαλωμένοι 
στη σωρό με τα φιμωμένα παραμύθια.
Τα σύννεφα πρόβατα αλαφιασμένα
συσσωρεύονται. 
Κοπάδια που πνίγουν το φως.
Σκοτεινιάζει.

Ποιος βλέπει να γράψει ιστορία μέσα στο σκοτάδι;

Αυτό το μαύρο -σαν σκιά- φόρεμα
δεν είναι κεντημένο από μαύρα γραμματάκια
κάποιας γραφομηχανής.
Είναι λουσμένο στον διάφανο πυρετό
του Φεγγαριού 
που πλέον δε χωρά κάτω από το σύννεφο
όπως δε χωράω κι εγώ κάτω από την κουβέρτα μου πια
όπως δε χωρά η αγέλη μου στην κοιλάδα με τις σκιές
όπως δεν φτάνουν πλέον δυο παλάμες να φιμώσουν τα παραμύθια.