Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

Καθαρόαιμο




Αυτό το αδέσποτο
το χωρίς λουρί
που το παράτησαν κουτάβι
σε μία αλάνα με λουλούδια και σκουπίδια
που γρυλίζει σαν λύκος
κι αγαπιέται σαν γατί
τριγυρίζει φύλακας της πόλης
δείχνοντας δόντια και νύχια
στον καθαρόαιμο άνθρωπο
που φοβάται να βγει από την αυλή του
και το μυαλό του
μην και τον μολύνουν
οι ιδεολογίες
οι θρησκείες
οι αθρησκείες
οι ελευθερίες
και οι αγκαλιές
του αδέσποτου ανθρώπου.












Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Γράμμα στη γιαγιά



Βιβλίο "πόνος στην πλάτη", εκδόσεις Άνω Τελεία, 2024

Γίνομαι πάλι καλή.
Στρώνω τραπέζι
φιλεύω φόβους
λέω "Θα περάσει"
παρηγορώ το παιδί
νανουρίζω τον ετοιμοθάνατο
ταΐζω με στοργή το στειρωμένο μου κατοικίδιο
και καθαρίζω τζάμια και καθρέφτες
να φαίνονται οι αγαθοεργίες μου καθαρά
και όταν όλοι μέσα τους ηρεμήσουν
αποσύρομαι στην κουζίνα μου
-όχι πια στη βιβλιοθήκη
ό,τι έφαγα έφαγα-
στην κουζίνα
εκεί που η γιαγιά άνοιγε φύλλο
ζεμάτιζε τα χόρτα
καψάλιζε με βαμβάκι και οινόπνευμα την κότα
σε βραστό νερό αποστείρωνε τα σκεύη του μωρού
άναβε το καντηλάκι και προσευχόταν στον Άγιο
που την πήρε κοντά του νωρίς.

Ήταν καλή η γιαγιά
δεν έλεγε όχι ποτέ
υπηρετούσε τους πάντες
άντρα, παιδιά, εγγόνια, συγγενείς που συνέρρεαν στο σπίτι
σε γάμους, κηδείες, εκλογές.

Γιαγιά, άλλαξα γνώμη
δε θα σού μοιάσω.
Δεν μπορώ για ώρα να υπάρξω καλή.

Τρομάζω το παιδί στον ύπνο του,
πρέπει να μείνει ξύπνιο.
Σπρώχνω μέσα στο στόμα την Ψυχή του ετοιμοθάνατου
δε θα φύγεις ακόμα
δε μίλησες αρκετά
χρωστάς μάχες.
Φέρνω γάτες στο γάτο μου
να ξεχειλίσει επιθυμία
να αποκατασταθούν  οι κατεστραμμένοι του όρχεις
να γεμίσει το σπίτι μου γατιά...
Φτάνουν τόσες στειρωμένες συνειδήσεις.

Και φτάνω σε μένα.
Καθαρίζω τα μάτια
να φαίνονται καθαρά οι Σκέψεις.
Με περιπαίζω
πάλι μιλώ με αλληγορίες.
Πάλι δε με καταλαβαίνω.
Αγριεύει ο Εαυτός
μού επιτίθεται
όχι σαν εχθρός, μα σαν εραστής
που δε θέλει πηδήματα και εύκολες ηδονές
θέλει επιτέλους να γονιμοποιήσει αυτό το στείρο μυαλό μου
που εμμονικά αναπαράγει μοτίβα καλού - κακού
ρέποντας πάντα προς τον Πόλεμο.

Γιαγιά, σού κληρονόμησα τον Εαυτό που δεν έδειξες ποτέ.











Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

Από μακριά



Photography by Helen Warner


Σού το είχα πει πως χιονίζει εδώ και καιρό. Καταψύχεται ο κόσμος. Οι άνθρωποι εδώ έχουν ντυθεί τους πολλαπλούς εαυτούς τους για να κρατήσουν ζεστό το Εντός. Τρέμουν οι σκιές. Κρυσταλλώνουν τα δάκρυα. Οι σκέψεις, φτηνός ηλεκτρισμός που δεν παράγει θερμότητα. Η αγκαλιά ξεχάστηκε. Η λέξη υπάρχει, μα τα χέρια ακινητοποιήθηκαν από τον καρπό και πάνω. Μόνο τα δάχτυλα διασχίζουν χιλιόμετρα αναλώσιμων τοπίων. Ολόκληρος ο άνθρωπος έμεινε δύο μάτια που κοιτούν υπνωτισμένα και δέκα δάχτυλα. Κάνει κρύο. Μέσα κι έξω. Κι εσύ που έρχεσαι από έναν άλλο κόσμο, φοράς έναν μόνο εαυτό, χωρίς να ξεπαγιάζεις, με τα χέρια σου ζεστά και υγιή σε όλο το μήκος τους, από τα δάχτυλα ως τη ρίζα του ώμου. Τα μάγουλά σου έχουν δύο παράλληλες ρυτίδες γέλιου και εκείνο το φρέσκο κόκκινο του ζωντανού ανθρώπου. Έξω δεν κυκλοφορεί Ψυχή. Πατάς το απάτητο χιόνι και οι άνθρωποι σε κοιτούν από τα παράθυρα, σε φωτογραφίζουν, σε αναρτούν στους τοίχους τους, σε σχολιάζουν και σε ξεχνούν γιατί κάτι καινούριο έγινε viral.... Φτάνεις στο νεκροταφείο της πολιτείας. Σκάβεις τις κατεψυγμένες καρδιές των ανθρώπων. Ξεθάβεις τον ζεστό τους παλμό. Επιστρέφεις στις γειτονιές και αφήνεις μία κατακόκκινη καρδιά στο χιονισμένο πατάκι της κάθε εισόδου. Χτυπάς το κουδόνι και προχωράς στην επόμενη πολυκατοικία. Οι άνθρωποι φορούν ακουστικά. Δεν ακούν το κουδούνι, το συναγερμό, την καμπάνα, τις κόρνες, την καρδιά που χτυπά.
Χιονίζει μέσα στα σπίτια. Κάνει τόσο κρύο εδώ. Σού το είπα.. έχει αρχίσει να χιονίζει εδώ και καιρό. Καταψύχεται ο κόσμος κι η Ζωή εκεί έξω μένει απάτητη, σαν πρόσφορη ουτοπία για κάποιους που ίσως έρθουν από μακριά.

Επιστρέφεις στο Μακριά σου... κι ίσως κάποτε ξανάρθεις τόσο κοντά στον πυρήνα αυτού του χειμώνα αναζητώντας έναν ζωντανό που αξίζει να επιστρέψει στη Ζεστασιά του Ανθρώπου.