Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Πυρεπένδυση: παράγωγο πυρκαγιάς (ανεπιτυχής πυρόσβεση)



Δεν γίνεται να σβήσεις τη φωτιά
όσο επιμένεις να ‘σαι άνθρωπος.
 
Ο άνθρωπος συντηρεί τις φωτιές,
τις επαναλαμβάνει,
τις απολαμβάνει μέσα στην τρομολαγνεία του
γλείφοντας τα καμένα δάχτυλα,
ροκανίζοντας τα αποκαΐδια,
εισπνέοντας βαθιά τον πυκνό καπνό
σαν το τσιγαριλίκι που μαστουρώνει το μυαλό
με νέες επενδύσεις.
Ηδονίζεται με εκείνο το συριγμό του νερού
που σπαρταράει κι εξατμίζεται
πέφτοντας πάνω στην καυτή σάρκα
του δέντρου ή του ζώου
με ρεαλιστική ανεπάρκεια πυρόσβεσης.
 
[Τα δάση πιάνουν χώρο
στην προς εκμετάλλευση επιφάνεια
αυτής της στρόγγυλης μπάλας
που με ωραιοπάθεια μοστράρει
στη βιτρίνα του σύμπαντος
κι ας μην έχει εμφανιστεί ακόμη
ένας εξωγήινος αγοραστής.
 
Ο άνθρωπος πουλά
και πουλιέται
αποζημιώνοντας συνειδήσεις.]
 
Μη μού κλαις.
 
Κι αν όντως θέλεις να σβήσεις τη φωτιά
δέντρο γίνε
ζώο ή χώμα.
Ξεφλουδίσου απ’ τ’ ανθρώπινά σου
μείνε γυμνός
με εκείνο το εσωυλικό που πονάει
όταν γρατζουνιέται,
που σφαδάζει όταν καίγεται
κι αβοήθητο αντικρίζει το θάνατο
δίχως εναλλακτική πληρωμής
για μία παράταση ζωής.
 
[..οι επενδυτές κοιμούνται ήσυχοι
τα μάγια λύθηκαν:
ξέχασαν οι άνθρωποι πώς να μεταμορφώνονται
σε δέντρα και σε ζώα.]




Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

σύνδεση

 



Μέσα σ’ αυτήν την πολύβουη ροή οι λέξεις ξεραίνονται και πέφτουν. Σαπίζουν σαν δόντια που χρησιμοποιήθηκαν πολύ τρώγοντας junk food. Το καταλαβαίνεις πλέον από τα χαμόγελα των ανθρώπων. Όχι, δεν έχουν  μαυρίσει τα όμορφα με λεύκανση δόντια τους. Είναι όπως οι λέξεις. Άδειες θήκες καλοπληρωμένης δουλειάς οδοντιάτρου, ιδανικά για φαντεζί χαμόγελα και επιφανειακές συζητήσεις, καθώς και για να καταβροχθίζουν τους ανταγωνιστές.

Είχα καιρό να δω τα δόντια της. Τα ‘χε αφήσει με εκείνο το φυσικό τους σμάλτο που πλέον έμοιαζε κιτρινισμένο μπρος στις εκτυφλωτικές πορσελάνες των καλοντυμένων οδοντοστοιχιών και των λέξεων. Σφράγισε τα χείλη και, ενώ κανείς δε νοιαζόταν, εκείνη ένιωθε πως στερεί από τον κόσμο το φυσικό της χαμόγελο και τις λέξεις της. Τί εγωκεντρισμός! Ο κόσμος έχει τόσα για να χορτάσει τις πείνες του, που πλέον δεν τού έλειπε τίποτε, ποτέ. Μα εκείνη κρατούσε με πείσμα την απεργία της. Οι ψυχολόγοι υπέγραφαν μία εκούσια (!) κατάθλιψη. Εκείνη ήρεμη, συνέχιζε το έργο της. Κι αυτοί, με τον καιρό (όπως γίνεται πάντα, με όλα), έπαψαν να ασχολούνται.

Πάλευε να εξηγήσει αν οι λέξεις ήταν που προκάλεσαν το μεγάλο κακό ή αν οι λέξεις ήταν που είχαν υποστεί το μεγάλο κακό. Σε κάθε περίπτωση είχε επέλθει κορεσμός κι ένας κορεσμός πάντα παραλύει τις συγκινήσεις. Οι διαπιστώσεις, οι συνεπαγωγές, οι τεκμηριώσεις, οι συνθέσεις, οι περιγραφές, οι έρευνες, οι καταφάσεις και οι αντιθέσεις πολλαπλασιάζονταν σαν υπερσεξουαλικές οντότητες που αναπαράγονται δίχως έλεγχο. Οι συγκινήσεις, όμως, ήταν υπό εξαφάνιση και τα μάτια των ανθρώπων θαμπά.  

Στις απομονώσεις της επέλεγε μία λέξη και την έγραφε στον τοίχο του σαλονιού. Την κοιτούσε από μακριά, από κοντά, ευθεία ή λοξά. Έσβηνε γραμμούλες και δημιουργούσε ανοίγματα στους κύκλους των γραμμάτων. Έμπαινε στο νόημα. Γινόταν το νόημα. Περιφερόταν μέσα στη σημασία της λέξης και έβρισκε κήπους και μελωδίες. Έμενε ώρες σ’ αυτή τη διάσταση της άνευ λεξικού ερμηνείας και συνειδητοποιούσε πως ούτε πεινούσε, ούτε διψούσε για κάτι άλλο εκτός από την περιήγηση στο νόημα. Περπατώντας καταλάβαινε πως δεν υπήρχε διαχωριστικό. Η ίδια της ήταν η λέξη. Και η σημασία της. Και τελικά στριφογύριζε στον εαυτό της, όπου τα σκοτάδια και οι σιωπές της ξεδίπλωναν χρώματα και μυρωδιές. Δεν την αναζητούσε κανείς, οπότε δεν την πίεζε ο χρόνος για να επιστρέψει. Έμενε μέχρι να διερευνήσει την τελευταία γραμμούλα του τελευταίου γράμματος της λέξης. Ένας περίπατος που γινόταν με ιεροτελεστία και σεβασμό στον αργό ρυθμό που απαιτεί η δημιουργία σύνδεσης.  Το ζητούμενό της δεν ήταν να δει. Δεν ήταν να ανακαλύψει. Ήταν να συνδεθεί. Να αισθανθεί. Να γίνει. Αφιέρωνε ολόκληρα βράδια σε μία μόνο λέξη. Γράμμα γράμμα. Γραμμή γραμμή. Όπως οι εραστές σταματούν το χρόνο και ανακαλύπτουν με μάτια κλειστά, σπιθαμή προς σπιθαμή, τους πόρους του δέρματος, αυτής της Γης που τούς γεννά ταυτόχρονα την επιθυμία της κατάκτησης και της παράδοσης.

Κάθε φορά που επέστρεφε συνειδητοποιούσε πως δεν ήταν οι λέξεις υπεύθυνες για το μεγάλο κακό. Οι λέξεις ήταν αθώες. Πολυδιάστατες, αλληγορικές, αμφίσημες, πλούσιες, συντηρώντας σύμπαντα ερμηνείας. Δίχως πρόθεση να εξαπατήσουν, μα ούτε και να διευκολύνουν το νόημα.  Οι λέξεις εξακολουθούσαν να διαφυλάττουν το μυστικό του νοήματος. Τα στόματα που τις μασούσαν ήταν υπαίτια για τους ακρωτηριασμούς. Τα χέρια που τις πουλούσαν ήταν υπεύθυνα για την πτώχευσή τους. Οι θνητοί εαυτοί που ήταν προσκολλημένοι στις διαδικασίες και όχι στην ουσία. Που τις εμπορεύονταν σαν ένα ακόμη προϊόν στην παγκόσμια αγορά. Οι θνητοί εαυτοί που τις χρησιμοποιούσαν για να συστήνονται μορφωμένοι ή για να σκοτώνουν το χρόνο τους σε ανούσιες συζητήσεις.

Όταν επιτυγχάνεις τη σύνδεση σού έρχονται οι απαντήσεις, δίχως να χρειαστεί να διατυπώσεις την ερώτηση. Είχε κατανοήσει πως δεν μπορείς να συζητήσεις κάτι που δεν το έχεις ήδη μέσα σου!

Έμεινε με σφραγισμένα τα χείλη για χρόνια περιφερόμενη μέσα σε ενήλικους ανθρώπους διαφόρων ηλικιών. Οι άνθρωποι κατέληξαν να γεννιούνται ενήλικοι, χάνοντας τη φυσική κωδικοποίηση των λέξεων. Ακόμη και το κλάμα ή το γέλιο τους ήταν ενήλικα.

Συνέχιζε να υπάρχει κλεισμένη στο κάστρο της, ορατή μα απούσα, περιμένοντας, όχι κάποιον πρίγκιπα να τη γλιτώσει από τον δράκο, μα ένα παιδί να μιλά εκείνη τη διάλεκτο της ζωής που συνδέει συλλαβές με συγκινήσεις,  ενεργοποιώντας το δίκτυο των αισθήσεων, των διαλογισμών, της ύπαρξης, μην αφήνοντας καμία πτυχή εαυτού να ατροφήσει.