Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Η Καρδιά του Ποιητή


ΒΙΒΛΙΟ "Θηλυκές οι θηλιές του κόσμου", ΑΝΕΜΟΣ Εκδοτική, 2012

Πρώτη Προδοσία:
ξέφυγε της Θεϊκής Φυλακής η Γυναίκα.
Εξαπάτησε το Θεό με τέχνασμα πολεμικής φιγούρας
και χάθηκε Ελεύθερη στις συστοιχίες του Δάσους.
Ανεπιστρεπτί!

Τόση Ομορφιά
και δεν έμεινε ποιος να τη θαυμάσει!
Μία Φύση Ορφανή από ανταπόκριση...
κι ο Θεός ανήμπορος και μόνος
εμπνεύστηκε τον Ποιητή!...

Έχει λόγο πια η Φύση να πάλλεται,
να γονιμοποιεί τη Σαγήνη της με το Στίχο του,
να εναλλάσσει τις Εποχές στο ρυθμό της εισπνοής-εκπνοής του,
να Γεμίζει τα Φεγγάρια της στο βαθύ κι ακούραστο βλέμμα του,
να αδειάζει τα Ποτάμια της στις Θάλασσες των Ποιημάτων του...

Στίχο στίχο έντυσε όλη τη Γυμνή Ομορφιά της Φύσης
με Ποιήματα
κι ο Θεός άρχισε δειλά δειλά να ξαναπιστεύει στα θαύματα...

Άπλωσε ο Ποιητής κάτοπτρο μεταμορφωτικής μαγείας
κι επίγεια απεικονίστηκε η Λαχτάρα του Θεού
με Γυναίκας Νέα Μορφή...
Πιστής Ερωμένης...
της Έμπνευσης...

Πάνω της πλάστηκε νέος του Ποιήματος Παράδεισος
και ο Άνεμος ποτέ δεν αντιμίλησε στην Ανάσα της...
η Βροχή δεν είχε να ξεπλύνει ντροπές...

μα το χώμα....
πώς ν'αρνηθεί του Έρωτα την πρώτη Προδοσία
και να φιλοξενήσει νέα Ρίζα βαθιά στην πληγή του?..

Το χώμα ένωσε τους Δρόμους της Φυγής με Επιστροφές
και ταξίδεψε σε όλα τα πλάτη της Γης
τον Αισθαντικό Παλμό του Ποιητή
με δόλιο σκοπό:
να αφουγκραστεί η λιποτάκτισσα Γυναίκα τον Αμανέ του...

Κάπου,
σε μία Ανατολή που φλέγεται από ξυπόλητους χορούς,
που βρυχάται σε ρυθμούς άγριας μουσικής,
Εκείνη σκόνταψε στα πρώτα αποσιωπητικά...
χόρεψε εκτεθειμένη στα αγκάθια κάποιων θαυμαστικών...
κι ερωτευμένη πρώτη φορά εγκατέλειψε το Μύθο της
μεταναστεύοντας δίχως περιουσία,
άσωτη,
στην Πατρίδα του Ποιητή...

Νέος διχασμός:
Γυναίκα ή Έμπνευση?..
αίμα ή αέρινος παλμός?
σάρκα ή αφή στιχουργικής ευαισθησίας?
Ύφασμα που τρέμει στο ανέμισμα ή Ποιητική πλέξη που τρέμει στην ανάγνωση?...

Κλείνοντας τα μάτια ο Ποιητής
παρείσδυσε ολόκληρος στην Ανθρώπινη Αδυναμία του:
-Γυναίκα, ψιθύρισε...

και διασταυρώθηκαν τα Βλέμματα:
Φύσης,
Έμπνευσης,
Γυναίκας
...

Χειμώνιασε...
η Φύση εκδικήθηκε...
Βούλιαξε την Πανσέληνο σε μία Νεκρή Θάλασσα
και τυφλώθηκαν οι Νύχτες του Ποιητή...

Σιωπή...
Η Έμπνευση έσπειρε σιγής ακινησία
στον εσωτερικό αντίλαλο του Ποιητή...

Νεκρό Τοπίο..
κι ένα κεράκι πουθενά...

μέχρι που άναψε τα μάτια της η Γυναίκα...
λύχνος άσβεστος στο μονοπάτι προς τον Ξεψυχισμένο σχεδόν Ποιητή...
τελετουργικά βουτά ολόκληρη στο αίμα του...
Κλέβει την Καρδιά του Ποιητή
και Πανσέληνο την Καρφώνει να Μεσουρανεί στα σκοτάδια του Κόσμου...
με τον παλμό του να σείεται η Συνείδηση του Σύμπαντος
και η ηχώ να μοιράζει Αιτίες Ζωής και Θανάτου...


Κρυφοκοιτώντας ο Θεός, με χέρια-φτερά δεμένα,
Ευχήθηκε να ΜΗΝ ήταν αιώνιος...
αίμα να είχε..
σάρκα..
Καρδιά να είχε του Ποιητή
που πάλλεται και πονά..
γιατί μόνο αυτή επάξια διαιωνίζεται εσαεί...