Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Αυτοδίδακτη σε όλα...


Το πτώμα της βρέθηκε το πρωί. Αντί για κλειδί επιστροφής στο δωμάτιο, είχε στο χέρι ένα δοξάρι σε σχήμα ευθείας ράβδου που κρατούσε τεντωμένες τις τρίχες από κάθε ατύχημα Ζωής, όπου γλίτωσε παρά τρίχα. Αυτή τη φορά δεν πρόλαβε. Μέσα στο στόμα της βρέθηκαν αμάσητες νότες, μ' ένα πράσινο χρώμα μέντας να ευωδιάζει το νεκρικό της χαμόγελο. Στα νύχια της κομμάτια φρεσκοβαμμένου σφενδάμου. Είχε πρόσφατα αγοράσει το βιολί. Αυτοδίδακτη σε όλα. Μα την καλύτερη μουσική την έπαιζε με τον καρπό της. Το έγχορδο με τις φλέβες. Ερωτοτροπούσε με τις γαλάζιες αποχρώσεις τους, καθώς αυξομείωνε την ταχύτητα ροής στο κόκκινο υγρό, τοποθετώντας τον Εαυτό της στο κέντρο νοητικών σεναρίων ακραίων επινοήσεων.

Οι συνθέσεις της είχαν γεύση κι άρωμα. Τον ήχο τον αφουγκραζόταν μόνο αυτή, από μέσα της. Μα όποιος την κοιτούσε στη σύνθεση επάνω, μύριζε τον ιδρώτα της και την ηδονή που γέμιζε σταγόνες το στόμα της, τα μάτια και την ήβη της. Μπορούσες να μασήσεις τον αέρα που την ακουμπούσε και να γευτείς τη σάρκα της που σιγόβραζε στους υδρατμούς μιας αυτανάφλεξης. Όμως, ποτέ δεν επέτρεπε επισκέπτες. Το δωμάτιό της κλειδωμένο, απρόσιτο, δίχως θέα από έξω, με fume τζάμια, εκείνη να βλέπει,  μα οι έξω όχι. Και ο Εαυτός της το ίδιο. Fume αύρα, με ιδιότητες καθρέφτη. Διαθλούσε το είδωλο εκείνου που καθόταν απέναντί της. Εκείνη έβλεπε προς τα έξω, ο άλλος μόνο μία αντανάκλαση προσαρμοσμένη στο σχήμα του.

Εκείνο το βράδυ έβγαλε από τα συρτάρια, τα ντουλάπια, τα ράφια της όλα τα ξεχασμένα της κομμάτια. Ένα γράμμα στον εαυτό της από τότε που ήταν 15. Ό,τι μισοτελειωμένο είχε τοποθετήσει διπλωμένο σε στάση αναμονής, για ολοκλήρωση. Κάποια αναμνηστικά από μικρές εξορμήσεις και μεγάλες εξομολογήσεις. Φωτογραφίες από στοιχειωμένες συναντήσεις, όπου αυτή παρίστανε το φάντασμα που δεν δένει με τον περιβάλλοντα χώρο. Μόνο σε μία τα μάτια της είχαν κόρη πανσέληνη και λαμπύριζαν γατίσια μέσα στο σκοτάδι. Σε κείνη που δεν πρόλαβε να πάρει αναμνηστική πόζα και την έπιασε ο φακός σε στιγμή οργασμικής εξιστόρησης τρελών προσδοκιών ζωής. Απέναντί της ένας Μαέστρος  που συστήθηκε ξυλουργός. Ήξερε από ξύλα, δεν ήξερε από νότες. Τάχα. Παρθένο έδαφος μουσικής εμπειρίας, κι Εκείνη απλώθηκε. Ο Μαέστρος δεν τη διέκοψε ούτε μία φορά, ακόμη κι αν όσα έλεγε δεν είχαν καμία βάση ή θεμελίωση πάνω στη θεωρία της Αρμονίας. Εκείνη ύφαινε δικές της Αρμονίες, Αρμονικές, δικούς της Αρμούς και ένωνε τα πλακάκια των επινοήσεων απλώνοντας το χέρι στον ξυλοκόπο-Μαέστρο να τη συνοδεύσει ως το δωμάτιό της. Δέχθηκε.

Του έκλεισε τα μάτια. Φοβήθηκε μήπως απομνημονεύσει τη διαδρομή και την επισκεφτεί κάποιο ξεχασμένο απόγευμα. Δεν ήθελε επισκέπτες στο χώρο της. Άνοιγε μόνο όταν ένιωθε αυτή ανάγκη για επαφή και μόνο όταν αυτή η ανάγκη συγχρονιζόταν με μία παρουσία που μπορούσε να δοκιμάσει το λικέρ της και να μαντέψει σωστά την προέλευσή του.

Σέρβιρε λικέρ. Δεν είπε τίποτε σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψης. Έβγαλε από τα συρτάρια, τα ντουλάπια, τα ράφια της όλα τα ξεχασμένα, συλλεκτικά κομμάτια της. Πληγές στα γόνατα, μία πλεξούδα απ' τις παιδικές της τούφες, κηλίδες αίματος στο εφηβικό εσώρουχο, μπαλώματα στο δέρμα μετά τις ανύπαρκτες γέννες της, παλιά ράμματα από ένα ενδεχόμενο μαστεκτομής, μία ουλή αυτοτιμωρίας, ένα σημάδι κακοποίησης, ένα χαμόγελο γκρεμισμένο από τη σοφίτα, μία λούτρινη αγκαλιά, φωτογραφίες από στοιχειωμένες συναντήσεις, όπου αυτή παρίστανε το φάντασμα που δεν δένει με τον περιβάλλοντα χώρο.

Ο Μαέστρος της δίνει τη φωτογραφία που εν αγνοία της βγήκε σήμερα. Την προσθέτει στο λεύκωμα. Απλώνει τις σελίδες του να ξεφυλλίζονται με ταχύτητα play back. Μέσα στο δωμάτιο ξεπηδά από όλες τις εποχές της Ζωής της. Αυτή. Η ίδια σε όλες τις εκδόσεις του Εαυτού της. Δεν είναι Αυτή. Είναι πολλές.

Σκαρφαλώνει στο δέντρο. Ματώνει τα γόνατα.

Με το ψαλίδι ακρωτηριάζει τα μακριά μαλλιά της, μην σκαρφαλώσουν απ' το μπαλκόνι οι καλικάντζαροι στο δωμάτιο.

Κρύβεται στις κουβέρτες. Στην πρώτη της αιμορραγία. Γίνεται Γυναίκα.

Σπάνε τα νερά, ξεκινούν οι ωδίνες, κατεβαίνουν τα μωρά, μία κόρη κι ένας γιος. Κι ο ιδανικός άντρας να μην φτάνει ποτέ. Αυτή όμως φέρει όλα τα συμπτώματα εγκυμοσύνης, γέννας και αναθρέφει τα παιδιά της, σαν Ελεύθερους Εαυτούς της που κόβουν καθημερινά τον ομφάλιο λώρο. Μπαλώνει τις ρωγμές της.

Νοσεί. Κινδυνεύει. Απειλείται η ίδια, η Ζωή της, η Θηλυκότητά της. Το νυστέρι την επισκέπτεται κάθε βράδυ και την προετοιμάζουν για το χειρουργείο. Ολική νάρκωση, μα αυτή τα νιώθει και τα βλέπει όλα. Κανένα ναρκωτικό δεν την πιάνει. Μόνο η μουσική την ταξιδεύει πέρα από το σύνορο. Κλείνει τα μάτια. Παίζει μουσική και χορεύει ξαπλωμένη στο χειρουργικό κρεβάτι. Γλιτώνει το στήθος, χάνει τη φωνή της. Καλύτερο για μία Γυναίκα, ασυζητητί.

Περνά το σοκ. Διδάσκεται τη διάλεκτο της σιωπής και τις νέες νότες. Συνθέτει. Στα πρώτα στάδια βιάζεται να προλάβει όσα μαθήματα ζωής είχε χάσει. Είναι αυστηρή. Κάθε λάθος και μία αυτοτιμωρία. Μαστίγωμα με τις άγριες ουρές του Ρ που δεν μπορεί πια ν' ακουστεί. Λυσσασμένο ορμά πάνω της και εκδικείται για όλες τις γάργαρες σιωπές των βουβών ανθρώπων. Σφίγγει τα χείλη. Ματώνει ξανά, μα ξέρει ν' αντέχει στις αιμορραγίες.

Στις ηρεμίες  που ακολουθούν μετά τους κυκλοθυμικούς χορούς της, το σημάδι από την κακοποίηση του Κόσμου την φαγουρίζει αργόσυρτα, βασανιστικά. Του απλώνει καντούρι, δεν χάνεται. Στόμα έγινε και σχεδόν γελά.  Σπρώχνει τα παιδικά της χαμόγελα από τη σοφίτα. Τρέχει εκείνη να προλάβει να τα μαζέψει ετοιμοθάνατα και να τ' αναστήσει  με μουσικές. Τα κλείνει σε μία λούτρινη αγκαλιά. Χωρίς λόγια, χωρίς φωνή, με τρυφερά φωνήεντα μητρικής Δύναμης. Μητέρα αυτή του παιδικού Εαυτού της.

Ο Μαέστρος ακούει όσα του διηγείται, δίχως φωνή. Της δείχνει τη φωτογραφία που εν αγνοία της βγήκε σήμερα. Το λικέρ τελείωσε. Του δείχνει την πόρτα.
- Ρόδι, της είπε.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Μάντεψε σωστά.

Του δένει τα μάτια. Του ρίχνει στην τσέπη το κλειδί της. Αφήνει την πόρτα μισάνοιχτη. Τον συνοδεύει ως το σταυροδρόμι, όπου συναντήθηκαν οι Ζωές τους. Επιστρέφει μόνη. Αντί για κλειδί επιστροφής στο δωμάτιο, έχει στο χέρι ένα δοξάρι σε σχήμα ευθείας ράβδου που κρατά τεντωμένες τις τρίχες από κάθε ατύχημα Ζωής, όπου γλίτωσε παρά τρίχα. Αυτή τη φορά δεν πρόλαβε. Ίσως δεν ήταν ατύχημα. Ίσως απλά αποφάσισε να μετακομίσει. Πολύ καιρό είχε μείνει σ' αυτό το σκοτεινό δωμάτιο. Σ' αυτόν τον σκοτεινό Εαυτό. Δίψασε για Φως. Τον ακολούθησε...

Ο φωτογράφος που τράβηξε τις φωτογραφίες του πρώτου νεκρού Εαυτού της, ο ίδιος που τη φωτογράφισε εν αγνοία της. Πάλι εν αγνοία της φωτογραφίζεται, με αιτία θανάτου τα υψηλά decibel μιας Προσδοκίας, που δεν χώρεσαν στις φλέβες της...μα πρόλαβε το κλειδί της να το χαρίσει...




2 σχόλια:

Προεκτείνοντας την αφορμή...