Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Ορίζοντας... {μετοχή}



Έρωτας δεν θα πει να κρύβομαι στην αγκαλιά σου,
όταν ο κόσμος καταρρέει...

Έρωτας θα πει
Μαζί να έχουμε τη Δύναμη 
να σώσουμε τον Κόσμο 
που είναι υπό κατάρρευση...




Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Η εξαφάνιση...



Καθόμουν στο μπαλκόνι
τραγικά ήρεμη
θλιβερά αδιάφορη
με μία κούπα ευεργετικό αφέψημα
στο χέρι
κολυμπώντας στου δυτικού κόσμου
τις φρέσκες ψευδαισθήσεις
κι επιτρέποντας τη ζωή μου
να πλατσουρίζει στα ρηχά
φορώντας μαγιό πολυτελείας
και σωσίβιο με εγγύηση του σχεδιαστή του.

Γλίτωνα από τον πνιγμό και το θάνατο.
Φυτοζωούσα.
Αξιότιμη καθηγήτρια
στις δίμηνες καλοκαιρινές διακοπές της
αδειάζει το μυαλό της στο βυθό της κούπας της,
κάνει απολέπιση στο ηλιοκαμμένο κορμί της,
αποτοξινώνει τη συνείδηση
ατενίζοντας άθελά της έναν ορίζοντα
που κοιτά σε μιαν φλεγόμενη Ανατολή.

Το κυματάκι σκάει στα πόδια μου
και ποτίζει τις στρουθοκαμήλους μου
που κρύβουν το κεφάλι τους στην κινούμενη άμμο.
Τί κυρία θα ήμουν χωρίς κατοικίδια ζωάκια;
Εξαντλώ την στοργή μου
στην ράχη των ακίνδυνων Επαναστατών,
που είναι υπό εξαφάνιση.
Φυσικά είμαι και οικολόγος!

Την ώρα που υπογράφω ηλεκτρονικά
για τη διάσωση της λευκής τίγρης
η ήρεμη θάλασσα μαζεύει επικίνδυνα τα νερά της,
ο βυθός ξεμπροστιάζεται γλοιώδης
και ακούγονται φωνές βοήθειας.
Το ναρκοπέδιο διασχίζει όλο τον ωκεανό συνειδήσεων
μ' ένα τσουνάμι άγριας ανάγκης
κι από την φλεγόμενη Ανατολή
εισβάλει στην αγκαλιά μου και ζητά βοήθεια
βοήθεια
βοήθεια
βοήθεια...
Μικρά ανθρωπάκια, σχεδόν ασχημάτιστα,
χελωνάκια υπό εξαφάνιση,
σκαρφαλώνουν στο σώμα μου
μυρμηγκιάζουν το μυαλό μου
συστήνονται με ονόματα μιας γλώσσας που δε γνωρίζω...

Μολύνουν με μία τεράστια Αιματοκηλίδα
το καλοκαίρι της Μεσογείου..
Οι ναυαγοσώστες κατάλληλα εκπαιδευμένοι
απομακρύνουν τους ακρωτηριασμένους ανθρώπους
και παλεύουν να καθαρίσουν το τοπίο
μην στιγματιστεί η περιοχή και φύγουν οι τουρίστες.
Απορροφητικά σφουγγάρια, χλωριούχο διαλυτικό...
Σε μεγάλες σακούλες απορριμάτων
πνίγουν τη γενοκτονία
που σπαρταρά στα χέρια της Ιστορίας.
Καθησυχάζουν τους τουρίστες.

Δυο τρία χελωνάκια κρύφτηκαν στις τσέπες του μυαλού μου.
Επιμένουν.
Με τραβούν από το γιακά της άθλιας, δειλής ζωής μου.
Κλείνω τα μάτια και ξεκινώ διπλωματία:
"Εγώ μία καθηγητριούλα είμαι.
Διδάσκω ιστορία στα παιδιά.
Αν θέλετε θα τους μιλήσω για τον πόλεμο που ζείτε,
για την φρίκη της γενοκτονίας,
όπως εμείς οι δυτικοί έχουμε συνηθίσει 
να παρακολουθούμε τους πολέμους
από την ασφάλεια της εξιστόρησης.
Δεν διδάχθηκα τίποτε άλλο!
Αν θέλετε επιπλέον βοήθεια
μπορώ να σας δώσω τη διεύθυνση των γραφείων του Ερυθρού Σταυρού.
Μια στιγμή... 
από το tablet θα κάνω μόνο ένα λεπτό..."

"Δεν μας απέμεινε ούτε ένα λεπτό Ζωής"
απάντησαν τα χελωνάκια...
.
.
.

Το Σεπτέμβρη τα χελωνάκια είχαν εξαφανιστεί.
Η καθηγήτρια δίδασκε Ιστορία
ασφαλής
την ώρα που κρίθηκε ανίκανη να προσφέρει
λίγο Εαυτό, λίγο αίμα, λίγο από το χρόνο της
ενάντια στο μακελειό του παράλογου Κόσμου,
που είναι ο εργοδότης της...













Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Στο σκοτεινό δωμάτιο της Επαφής...


Πράξη Πρώτη

Στον προθάλαμο αυτού του τρελάδικου τολμήσαμε να ερωτευτούμε με όλες τις γήινες αιτίες και τα συμπτώματα, φορώντας τους γιορτινούς εαυτούς μας. Κατάπια πολύχρωμες πεταλούδες και εμβολίασες τις παλάμες σου με ιδρωμένες αγωνίες. Το αίμα μας ορμούσε να πνίξει με ταχυπαλμίες τους νευρώνες του νου, καθώς οι σκέψεις κολυμπούσαν χωρίς σωσίβια και λέμβους διάσωσης στα πιο απύθμενα βάθη της εμμονικής εξάρτησης του Έρωτα. Άρχισες να μου λείπεις. Άρχισα να σου μαγειρεύω. Ξεφλούδιζα τις πιο τρυφερές μου αγριότητες και στην υψηλή θερμοκρασία του Κορμιού μου σου ετοίμαζα εορταστικά γεύματα.  Η τρέλα, που μας είχε διαγνώσει η επιστημονική κοινότητα αυτού του παραΛογικού κόσμου, κλιμάκωνε τον εαυτό της και δε χωρούσε πια στα φωτεινά δωμάτια του όμορφου και καλαίσθητου Εγώ που φορούσαμε στις δημόσιες και ιδιωτικές μας εμφανίσεις. Ερχόσουν πάντα όμορφος. Ερχόμουν  καλοντυμένη. Ερχόσουν πάντα οικείος. Ερχόμουν φιλόξενη. Γιορτάζαμε τον Έρωτα στις επετείους της Σελήνης, προσέχοντας μην ξεπροβάλλει από την ξεφτισμένη γωνία του ρούχου μας ο Αληθινά Τρελός Εαυτός μας..
Και ήρθε η στιγμή που αυτό το Θηρίο δεν χωρούσε πια στις κρυψώνες που του φτιάξαμε...


Πράξη Δεύτερη

Σ' αυτό το ραντεβού ήρθαμε γυμνοί. Περπατήσαμε όλο το διάδρομο υποδοχής και φτάσαμε στο τελευταίο, σκοτεινό δωμάτιο της Επαφής. Και οι δύο με σκισμένες τις επίσημες ταυτότητες αναγνώρισης. Πιωμένοι στο υπόγειο μπαράκι της ιδιωτικής μας φρίκης. Ούτε μία χαραμάδα να μπει το φως. Τίποτε γνώριμο. Τίποτε γήινο. Τίποτε από τα φανερά δεν έκανε την εμφάνισή του εδώ. Μόνο οι σκοτεινοί Εαυτοί μας, με την φωνή μας αντίλαλο από τα βάθη της ιδιωτικής μας Κόλασης...

Σε μύριζα για να σε αναγνωρίσω. Τα δάχτυλά σου μύριζαν καπνό, το στόμα σου σκοτωμένες λέξεις και το κορμί σου στάχτη ενός μοναχικού ολοκαυτώματος. Χθες το βράδυ οι νοσοκόμες τρέχανε σαν τρελές να σβήσουν τη φωτιά από το μυαλό σου. Μάταια... Οι αυτοΕμπρησμοί σβήνουν μόνοι τους μόνο όταν κάψουν όλα τα εύφλεκτα υλικά του εμπρηστή... Σε μύριζα για ώρα, ως τη ρίζα του κάρβουνου και μου συστήθηκες από την αρχή. Εσύ, ο κρυμμένος Εαυτός σου.

Με ψηλαφούσες για να με αισθανθείς. Κρατούσα από το χέρι όλα τα ορφανεμένα παιδιά που είχε υιοθετήσει ο Νους μου και είχα καρφωμένα μέσα μου τα μαχαιροπίρουνα που έκρυβα στην κουζίνα μου. Χθες το βράδυ οι νοσοκόμες τρέχανε σαν τρελές να σταματήσουν τις αιμορραγίες του μυαλού μου. Μάταια... Οι εσωΑυτοκτονίες ολοκληρώνουν τον κύκλο τους όταν δολοφονήσουν κάθε ζωντανό θηρίο του αυτόχειρα και μετά, στη νηνεμία, δίνεται η ευκαιρία της αναγέννησης. Τρόμαξες να με γνωρίσεις. Μα στο πρώτο σου άγγιγμα άρχισα να ανθίζω.

Υπότιτλοι Συναισθήματος

Όσα σου είπα είναι λέξεις νεκρές. Όσα σου έγραψα είναι σκέψεις που αυτοκτόνησαν μπρος στα μάτια σου. Την αλήθεια μου την συλλαβίζω με συναίσθημα. Όχι το ταξινομημένο αχ των καθημερινών ανθρώπων του φαίνεσθαι. Εκείνο το ανεξερεύνητο ουρλιαχτό πάνω στο οποίο χορεύω νεκροζώντανη στα σκοτάδια μου. Στην Δεύτερη Πράξη σε ζω, μπλέκοντας το σκοτάδι μου με το δικό σου την ώρα που με ξεναγείς στην Κόλαση του μυαλού σου. Σ' αυτό το παρασκήνιο γνωρίζω όσα δε φαίνονται, όσα δεν ερωτεύτηκε ποτέ κανείς σε Σένα... και εκεί θέλω να χτίσουμε τον Παράδεισο αυτής της Επαφής μας...



Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Μονόπρακτο για Δύο...




Ακίνητος να 'σαι
στο κέντρο της σκηνής
υπό την επήρεια
της σκόνης μιας παγκόσμιας κατεδάφισης
κι εγώ να ακονίζω τα μαχαίρια μου
στο περίγραμμα της σκέψης σου
αφήνοντας το σώμα σου αβοήθητο
να επιζεί
στο χείλος μιας ετοιμόρροπης Ζωής
κρατώντας αγκαλιά μου τ' Όνομά σου
κι αυτοκτονώντας από το ανάστημα των Τρελών
με το μυστικό των Αθανάτων
στο στόμα μου...




Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Η πιο γενναία σου πράξη!...


Τα σώματα μοιάζουν ίδια μέσα στην διαφορετικότητά τους και ταξινομούνται με ευκολία στο καμαρίνι των φυσιοΛογικών ανθρώπων.
Το σώμα μου ταξινομείται, μα Εσύ κοίτα με στα μάτια.. Ειδικά όταν τα κλείνω...

Έλα πιο κοντά. Φύτεψε την όσφρυσή σου μέσα στα μαλλιά, σκάψε στο τριχωτό της κεφαλής, θα δεις... η σκέψη μου μυρίζει ωκεανό. Δεν ξαποσταίνω.. δεν ... Αυτός ο ίλιγγος των κυμάτων σαλεύει το βλέμμα μου κι όταν τα μάτια κλείνουν, η οπτική του μυαλού μου βαθαίνει και βυθίζομαι στο ποτήρι με το αναψυκτικό, κόντρα στην άνωση του ανθρακικού, κόντρα στην αυστηρότητα του σερβιτόρου, που κατηγορηματικά απαγορεύει τις υπερχειλίσεις Εαυτού στα τραπέζια που σερβίρει.

Δεν φταίω, όμως... πίστεψέ με, δεν φταίω.. Φορώ το καλό μου φουστάνι. Κρατώ τσαντάκι, όπως όλα τα κορίτσια. Μα είναι αυτή η μυρωδιά που έλκει τα σμήνη. Εκεί που κάθομαι ήρεμη και φυσιοΛογική, δεν το βλέπεις, μα έρχεται ένα σμήνος άγριες μέλισσες και τρυπούν με το κεντρί τους το μυαλό μου. Ρουφούν το γλυκόπικρο νέκταρ που προσπαθώ να εμφιαλώσω μέσα στις πιο κρυφές μου σκέψεις. Ρουφούν ακατάπαυστα και το βουητό τους παρεισδύει στον αντίλαλο του μυαλού μου... Σε κάθε τσίμπημα διαλύομαι, παραμένοντας κοκαλωμένη κυρία μέσα στο κομψό μου φόρεμα, χαμογελώντας αδιάφορα όπως ο τρελός ή ο αυτόχειρας που αυτοσχεδιάζει έκρηξη στο Σύμπαν. Ένας σεισμός μέσα μου ειρωνεύεται την τάξη των πραγμάτων. Ιδρώνω. Αλμύρα και κύμα. Θαλασσοποιούμαι. Στην ύστατη στιγμή διαπιστώνω πόσο μικρό είναι το ποτήρι. Πόσο μικρό είναι το σώμα μου. Το μαγαζί. 

Αφήνω στο τραπέζι κάτι ψιλά για τη λεμονάδα, αφήνω το σώμα μου συγχρονισμένο με το κουκλοθέατρο του κόσμου, τα χέρια μου σταυρωμένα στους αγκώνες, τα πόδια μου σταυροπόδι, το βλέμμα μου διασταυρωμένο με το κενό και εγκαταλείπω τη σκηνή... Σου τείνω νεύμα συμπόρευσης, χωρίς να 'χω περιθώριο διαπραγματεύσεων.

Έρχεσαι. Θε μου, έρχεσαι!... Η πιο γενναία σου πράξη!...
Αφήνεις στο τραπέζι κάτι ψιλά για τον καφέ σου, αφήνεις το σώμα σου συγχρονισμένο με το κουκλοθέατρο του κόσμου, τα χέρια σου σταυρωμένα πάνω στα δικά μου, τα πόδια σου μπλεγμένα στο σταυροπόδι μου, το βλέμμα σου διασταυρωμένο με το κενό μου και εγκαταλείπεις τη σκηνή...

Διασχίζουμε το μονοπάτι αντίρροπα. Ο άνθρωπος από τη θάλασσα σκαρφάλωσε στην στεριά. Εμείς από την ξηρά επιστρέφουμε στο βυθό.. Ξέρεις πως αυτός ο ωκεανός δεν χαρτογραφείται. Ίσως να 'ναι αποκύημα μιας ιδιοτροπίας μου... Ταλαντώνεται ανάμεσα στο Υπερχειλίζω και στο Αποξηραίνομαι. Ξέρεις πως μπορεί να αφήσαμε πίσω το σμήνος με τις μέλισσες, μα θα ζωγραφίζω κι άλλες αχόρταγες αγέλες για να μας καταβροχθίσουν στο επόμενο σκηνικό της Ζωής... Ξέρεις πως το μόνο σίγουρο είναι το Μαζί. Όλα τα υπόλοιπα ρευστοποιούνται πάνω στον καμβά της μεταμορφωτικής μου μανίας...

Ξέρεις λίγα.... μα αρκετά για να πάρεις την απόφαση: Έρχεσαι...

"...Τα σώματα μοιάζουν ίδια μέσα στην διαφορετικότητά τους και ταξινομούνται με ευκολία στο καμαρίνι των φυσιοΛογικών ανθρώπων. 

Το σώμα μου ταξινομείται, μα Εσύ κοίτα με στα μάτια.. Ειδικά όταν τα κλείνω..."







ΠροΝοώντας...








Όταν το Ένστικτο ξεκινά να εξερευνήσει -πόσο μάλλον να κατακτήσει- έναν Παράδεισο, πρώτα πρέπει ν' αρχίσει από την πίσω αυλή και τα υπόγειά του, όπου ο Παράδεισος κρύβει τις Κολάσεις του...


Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Γεράκος Νο4



Η ατζέντα της έγραφε τον τίτλο του άρθρου: "Συνέντευξη από ένα Παράλληλο Σύμπαν".
Με ένα δημοσιογραφικό ραδιοφωνάκι στο χέρι, πλησίασε την καλύβα του. Εκείνος δεν έδωσε σημασία. Ήταν εμφανές πως το κορίτσι δεν ανήκε στο περιβάλλον του. Κουβαλούν μιάσματα οι ξένοι, μα ο Γεράκος είχε θεραπείες για όλες τις ασθένειες, προσωρινές και χρόνιες, ακόμη και για τον Έρωτα.

Θεώρησε φρόνιμο να μην τον ενοχλήσει περισσότερο, απ' όσο ένιωθε πως ήδη τον ενοχλεί η παρουσία της. Κάθισε όρθια παρακολουθώντας και καταγράφοντας με το νου, κινήσεις και νοοτροπίες. Δεν τόλμησε να μολύνει το χώρο με τις συσκευές σύγχρονης τεχνολογίας που είχε στην τσάντα της, ούτε καν με ένα κλασικό μπλοκ και ένα μολύβι. Ενεργοποίησε την οπτικοακουστική της μνήμη κι άρχισε να καταγράφει.

Ο Γεράκος άφησε να περάσει πολλή ώρα. Μόλις την ένιωσε να κρύβει με δυσκολία τον πόνο στην πλάτη από την τόση στατική ορθοστασία, την πλησίασε και πήρε το βάρος από τον ώμο της. Η τσάντα γεμάτη πολιτισμό.
-Δε θα σου χρειαστεί εδώ, της είπε. Θέλεις να μάθεις?
Το κορίτσι έγνεψε κατάφαση.

Μπήκε στην καλύβα, επέστρεψε με ένα τσεκούρι.
-Κόψε ξύλα, να νιώσεις τη δύναμη του δέντρου στο σώμα σου.
Της υπέδειξε τον τρόπο.
Αμαθής, αδέξια, ανειδίκευτη, αδύναμη, έπιασε δουλειά.
Έκοβε ξύλα, κόπηκαν τα πόδια της, κόπηκε η αναπνοή της, αποκόπηκε ο Νους από τα γνώριμά του, πέρασε η Ζωή σε άλλη διάσταση.
Δίψασε, πείνασε, κουράστηκε. Οι ώρες επιμήκυναν τον εαυτό τους. Ο Γεράκος ανέθετε την μία δουλειά μετά την άλλη. Εκείνη αγκομαχώντας απαντούσε σε όλες τις προκλήσεις της υπαίθρου. Συνέντευξη κι αυτή... αναπάντεχης ανατροπής.

Σαν βράδιασε, λες μετά από χρόνια, της απευθύνθηκε:
-Έμαθες?
-Ναι.
-Δεν έμαθες!... Για να μάθεις θέλει χρόνο κι εσύ διαθέτεις μόνο όσο απαιτεί η καταγραφή μιας μονοσέλιδης συνέντευξης...
Πιάνει στα χέρια του ένα φύλλο.
-Το βλέπεις? Πόσο χρόνο θέλεις για να το αγαπήσεις? Τόσο χρόνο όσο και για να το μάθεις. Πόσο χρόνο λοιπόν?
-Μία μέρα? Ένα καλοκαίρι? Πόσο?...
-Μετράς λάθος τον χρόνο. Εδώ στην ύπαιθρο ο Χρόνος μετριέται όπως τα υλικά στις νόστιμες συνταγές της γιαγιάς, που όταν ζητάς δοσολογία σού απαντά "Δεν ξέρω πόσο... εγώ με το μάτι προσθέτω...". Και πάντα η συνταγή γίνεται πιο νόστιμη από πριν. Σοφές οι γιαγιάδες, με κείνη τη σοφία που δε θα γνωρίσει ποτέ ο σύγχρονος άνθρωπος. Για να μάθεις το φύλλο και να το αγαπήσεις πρέπει να πιάσεις στην χούφτα σου τον σπόρο, να σκάψεις το χώμα, να τον φυτέψεις, να τον ποτίσεις, να του μιλάς, να ακούς τις σιωπές του, να χαμογελάς στα πρώτα βλαστάρια, να συντροφεύεις όλο το ανάστημα του δέντρου, χρόνο με το χρόνο... Μία Ζωή που εμπεριέχει τόσες Ζωές. Πόσες Ζωές έχεις ζήσει ως τώρα? αιφνιδίασε  ο Γεράκος την κοπέλα.
-Ζωές?... μία?... ερώτηση στην ερώτηση! Σαν παιδικός ελιγμός...
-Κάθε φορά που συμμετέχεις σε μία ολοκληρωμένη διαδικασία της Φύσης, από την σύλληψη, ως το θάνατό της, την ολοκλήρωση, μετράς και μία Ζωή. Εδώ ο χρόνος δεν μετριέται με ακρίβεια. Μόνο βιώνεται με λεπτομέρεια. Έμαθες τώρα?...

Δεν ήθελε να φύγει, μα ο χρόνος της τελείωσε. Λες και ο Γεράκος ήταν ο γιατρός, εκείνη ασθενής και η συνεδρία είχε φτάσει στο τέλος της.
Δεν ήθελε να φύγει, μα μετρούσε εξαρτήσεις που όλες ψιθύριζαν με εκμαυλιστική χροιά τ' όνομά της:
τόσοι λογαριασμοί απλήρωτοι, τόσα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αναπάντητα, το νεκρό κινητό στην τσάντα της που έψαχνε αγωνιωδώς σήμα, τόσες εκκρεμότητες ιντερνετικής επαφής, επαγγελματικής φύσης, προσωπικής διεπαφής, συναντήσεις εικονικής παρουσίας, το δάνειο στην τράπεζα για το κελί που ονομάζει διαμέρισμα, οι δόσεις για το αμάξι που μόνιμα ακινητοποιείται σε μποτιλιαρίσματα, οι αναθέσεις του διευθυντή, οι προσδοκίες της μαμάς της, η αυριανή και η μεθαυριανή της συνέντευξη... Τόσοι πόλεμοι να μαίνονται σε τόσα μέτωπα.. Δέσμια μιας Ζωής, που δεν περιέχει ούτε μία Ζωή από κείνες στις οποίες αναφερόταν ο Γεράκος..

-Έμαθες? την ξαναρώτησε...
-Πρέπει να δαμάσω το χρόνο, πριν με δαμάσουν οι ταχύτητες, αποκρίθηκε...

Ζήτησε να πάρει μαζί της το ιδιόμορφο μέσο με το οποίο καταγράφηκε η συνέντευξη. Ο Γεράκος συναίνεσε.
Πήρε μαζί της το τσεκούρι, τυλιγμένο σε μία αυτοσχέδια ποδιά, τοποθετημένο στην τσάντα της, δίπλα στο laptop, που αποδείχθηκε άχρηστο στο Δάσος του Γεράκου κι επέστρεψε στον πολιτισμό του σύγΧρονου ανθρώπου...





Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Σ οπως σιωπή, όπως σκοτάδι...





Γράφω Σιωπή και σβήνω τα φώτα για ν' ακουστούμε...


Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Ορατότητας Ψευδαίσθηση...



Κι έχεις την ψευδαίσθηση
πως πρέπει πάντα να κυνηγάς το φως
για να είσαι ορατός.

Το φως τυφλώνει τους ανθρώπους,
στο πλήθος ζαλίζεται η διαύγεια αναγνώρισης
και το βλέμμα διακρίνει ένα πολύχρωμο σκοτάδι ανωνυμίας.

Για να γίνεις ορατός
πρέπει να βρεις κρυψώνα, Φίλε μου...