Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Σαν από θαύμα..



This photo performs its miracle here:
http://www.killbodyeatsoul.net/surreal?page=3


Ανάμεσα στις κομμένες καλωδιώσεις
ενός εργαστηρίου 
που φλέγεται
και στα κομμένα δέντρα 
ενός δάσους σ' οικοπεδοποίηση
ένα παιδί 
το ίδιο παιδί
καθισμένο οκλαδόν
συνδέει τη γεννήτρια του μυαλού του
με τον κινητήρα του κόσμου
απλώνει τη βιοποικιλότητα των ονείρων του
στην παγκόσμια σφαίρα
κι εφαρμόζει το εσωπλάνο του
ερασιτεχνικό σχέδιο διάσωσης
έναντι του επαγγελματικού σχεδίου καταστροφής
και προλαβαίνει
πριν καταφθάσουν
οι τεχνικοί
οι ασφαλιστές
οι εργολάβοι
οι χτίστες
οι ιδιοκτήτες
να επαναπροσδιορίσει τις προθέσεις
του ηλεκτρισμού
και του ανθίσματος
ρευματοδοτώντας τις ρίζες του ανθρώπου
με τη βιομάζα της ξεχασμένης του
παιδικότητας.








Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Συστροφή




Να 'χαμε ένα ρήμα
σ' αυτήν την ερημιά
να προτρέψει
τα κορμιά
και τις σκέψεις
να φυτευτούν
εναλλάξ
το ένα μέσα στο άλλο
ώστε ο ουροβόρος εντός μας όφις
που τρώει το χρόνο μας
να σχηματίσει
με δυο μηδενικά
το σύμβολο του απείρου
και ν' αποκτήσουν νέα σημασία
αντιδιαμετρική
τα πράγματα
να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας
στον αντικατοπτρισμό της ζωής
και όλοι οι χρόνοι της γραμματικής
να ταυτιστούν
με το αιώνιο παρόν μας
που από το μηδέν
με συστροφή
γεννά το άπειρο.






Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Σβησμένη




Ηλιοβασίλεμα.
Πανηγύρι του ορατού.
Όλο το ήρεμο τ' ουρανού
πνιγμένο σ' αυτόν τον εκκωφαντικό παλμό
των βασιλευομένων χρωμάτων
ενός ήλιου που αρνείται να υπάρξει
αθόρυβα.

Στο δημοτικό
είχα πιο πολλές σβήστρες
παρά μολύβια.

Σβήνω τον καμβά του δειλινού.
Δεν υπάρχει λευκή σελίδα
πίσω απ' τα σχέδια,
μόνο σκοτεινός βυθός
μία βαθιά σιωπή
ένα μακρόσυρτο μαύρο μουρμούρισμα
που εξαπλώνεται σαν μούδιασμα
στο κορμί του σύμπαντος
στη συνείδησή μου
στο παράλληλο εγώ μου.

Σβήνω
με υπομονή τελειομανούς.
Τοπίο τυφλό.
Ο νους μηδενίζεται
το σκοτάδι εκπυρσοκροτεί
στ' άδεια μου χέρια.
Ο χρόνος νεκρός.

Ξαναρχίζω να μετρώ από την αρχή
πρώτη ώρα
δωδεκάτη μεσονυχτίου
μαθαίνω να ορίζω τη χροιά μου
στη σιωπή
το σχήμα μου
στο σκοτάδι
και την εμπειρία της ζωής μου
στο πρώτο βήμα μου
στο κενό που αφήνει
ένας σβησμένος ήλιος.

Αυτή τη φορά
θα γεννηθώ σκοτάδι.











Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Εθνική Επέτειος




Πίσω απ' τις παρελάσεις
των γυμνών ιδανικών
το φάντασμα της μάνας
κάθε σκοτωμένου στρατιώτη 
μοιράζει τριαντάφυλλα
μ' άρωμα ειρήνης
κι αγκάθι ορφάνιας
στ' απασχολημένα με χειροκροτήματα
χέρια.

Τα μπουκέτα
λησμονούνται ανάμεσα στον καφέ
και στο εορταστικό γεύμα
μαζί με τα πλαστικά σημαιάκια.

Σβήνει τα μεσάνυχτα η γιορτή
προχωρά η Άνοιξη στο σκοπό της
κι η εβένινη μάνα 
ξαναθάβει το γιο της
με τιμές αρχηγού κράτους
στα ιερά και τόσο προδομένα
χώματα αυτής της πατρίδας
που τόσες φορές λευτερώθηκε
και ποτέ λεύτερη δεν υπήρξε.

Μάς χειροκροτούν οι χορηγοί,
πείτε στην Άνοιξή μας
να χαμογελάσει..








Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Μικρό χωριό





Υπάρχει ένα μικρό χωριό
ερειπωμένης σύγχρονης ιστορίας
χαμηλού φόρου εισοδήματος
υψηλού κεφαλαίου ζωής
που κρατά τις θέσεις
στο καφενείο
στα παγκάκια της πλατείας
στις ξύλινες καρέκλες της γειτονιάς
στα σκαμνάκια
στα ασβεστωμένα πεζούλια
για όλους τους παππούδες και τις γιαγιάδες
που ζητιανεύουν
στους μεγάλους δρόμους της πόλης
στις ουρές των δημοσίων υπηρεσιών
στα ανθρωποφάγα διαμερίσματα της θλίψης
στα υπερφορτωμένα με πόνο νοσοκομεία
στα βουβά πεζοδρόμια
που κλαιν σιγανά το εσωτερικό παράπονο
του πτωχευμένου αστού.

Υπάρχει ένα μικρό χωριό
που περιμένει την επιστροφή
των ανθρώπων

στοιχειομενο από έναν ηλικιωμένο
που περιμένει τα εγγόνια του,
σκαλίζοντας τη γη
και καλλιεργώντας εαυτό,
χορταίνει τρώγοντας λίγο,
από επιλογή όχι ανάγκη,
κι έχει εκείνα τα κόκκινα μαγουλάκια
που τσιμπούν πειραχτικά τα παιδιά
κάθε φορά που τον επισκέπτονται από την πόλη
κι εκείνος
σκύβει και τους ψιθυρίζει στ' αυτί
"Να θυμάσαι πάντα
πως αυτό το πέτρινο σπίτι
είναι δικό σου.
Ποτέ μη λησμονήσεις να επιστρέψεις
στο χωριό.
Η πόλη σε θέλει σκλάβο ή ζητιάνο.
Το χωριό ξέρει με λίγα να σε έχει βασιλιά
κι ελεύθερο."
Έπειτα παίρνει το μπαστούνι του
κι ανηφορίζουν μαζί στο εκκλησάκι
στην κορυφή του λόφου.
Εκεί ατενίζοντας το σύμπαν,
την πεδιάδα αυτού του ευλογημένου τόπου,
χρίζει κληρονόμο τούτης της πατροπαράδοτης γης
τον εγγονό του
και την εγγονή σπουδαία οικοδέσποινα
αυτού του Παραδείσου.






Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Το Comic


Καταχώρησα τα τεχνικά μου χαρακτηριστικά
στην επίσημη πλατφόρμα του κράτους
αναρτήθηκα στις βιτρίνες των γραφείων ανεργίας
και μ' ένα επαγγελματικό βιογραφικό στο χέρι
χτυπώ την επόμενη πόρτα
σαν πλασιέ που πουλά με κουπόνια
τη ζωή του.

Αν η εργασία είναι το καρβέλι
η ημιαπασχόληση είναι το ψίχουλο
η δουλειά είναι ο φούρνος όλος
η απασχόληση μία φέτα ψωμί
που πρωτίστως τη δάγκωσε ο εργοδότης.

Σιχαίνομαι τις διασπάσεις.
Πιτσιρίκι στην αλάνα
μυήθηκα στο ομαδικό πνεύμα
στα 18 με χώρεσαν στο κάθισμα
ενός μονοθέσιου αγωνιστικού αυτοκινήτου
και οι οδηγίες πρόσταζαν
"τρέξε να βγεις πρώτος".

Εγώ έμεινα πίσω,
στην αλάνα.
Ήθελα παρέα,
να παίξουμε κυνηγητό
κυνηγώντας ευκαιρίες
και χαμένα δικαιώματα.
Δύσκολο παιχνίδι.
Ζύγωσα τον διπλανό
τον απέναντι
τον πίσω
τον παρακείμενο
τον ξεχασμένο
τον αδιάφορο
και φτιάξαμε ομάδα.

Τώρα σχεδιάζουμε σε comic
την παγκόσμια πραγματικότητα
κάναμε ήρωες τους εαυτούς μας
στο σκηνικό της δυσκίνητης αγοράς
και πουλήσαμε τις ζωές μας
σε κείνους που κάνουν χάζι
που ασκόπως σχολιάζουν την επικαιρότητα
σε σάς που έχετε να πείτε πολλά
και να κάνετε λίγα
και σήμερα είμαστε οι επιχειρηματίες του τίποτα
που επένδυσαν στην αναπαραγωγή της απελπισίας
και οικονόμησαν μία θέση
στην ιεραρχία των πετυχημένων
αυτού του αποτυχημένου συστήματος.

Στην τελευταία σελίδα του comic
όλοι μας
καρικατούρες της σύγχρονης κωμωδίας
μ' ένα ερασιτεχνικό βιογραφικό στο χέρι
εγκαταλείπουμε αυτήν την πόλη
και ακολουθούμε ένστικτα και προσδοκίες
στο βάθος του δρόμου
όπου αχνοφαίνεται ο Ποιητής
που μοχθεί πάνω στο Ποίημα
όπως ο σιδεράς δούλευε παραγωγικά
με πλήρες ωράριο ζωής
σμιλεύοντας το σίδερο
μη γνωρίζοντας τί σημαίνει
απασχόληση ή ανεργία.

Παρακαλώ να με διαγράψετε 
από την πλατφόρμα σας
δεν υπάρχω πια σαν γρανάζι 
μεταμορφώθηκα σε δημιουργό
του εαυτού μου.





Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Δεν μπορώ να το πω με λόγια, μπορώ όμως να σου το χορέψω;



Ευχαριστώ για τη φιλοξενία την Εκπαιδευτική Πύλη alfavita


Η Νεφέλη πήρε  το βιβλίο στα χέρια της και αποχώρησε στο δωμάτιό της. Εκεί, πάντα διάβαζε καλύτερα. Εκεί, όλα συνέβαιναν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.  Στην –κάθε- πρώτη της προσπάθεια ανάγνωσης έσφιγγε το βιβλίο στην αγκαλιά της και χόρευε, αδέξια, δεξιοτεχνικά, παιδικά, αυθόρμητα. Μεγάλωνε το δωμάτιο και ο εαυτός της. Όσο χόρευαν τα γράμματα, χόρευε κι αυτή.  Ξεπηδούσαν από το βιβλίο όλες οι μουσικές του κόσμου και δένονταν στην ψυχή της τα κόκκινα παπούτσια εκείνου του αεικίνητου παραμυθιού. Δεν κουραζόταν ποτέ. Όταν η μαμά χτυπούσε την πόρτα του δωματίου και ρωτούσε «Τι κάνει το κορίτσι μου;», εκείνη με μία αθώα πονηριά έστεκε μερικά δευτερόλεπτα  να ξελαχανιάσει και απαντούσε «Μα, διαβάζω καλέ μαμά..». Και η μαμά απομακρυνόταν ήσυχη. Της είχε εμπιστοσύνη. Η Νεφέλη ήταν μόλις 6 χρονών κι όμως, η μαμά τής είχε εμπιστοσύνη. Εμπιστευόταν όλα όσα της είχε μάθει από τότε που γεννήθηκε. Θα αναρωτιέστε τι μπορεί να μάθει ένα παιδάκι ως τα 6 του χρόνια! Μπορεί να μάθει να πιστεύει στον εαυτό του και στη ζωή. Αυτό αρκεί, δε νομίζετε;
Κάποια στιγμή η μαμά φώναξε τη Νεφέλη, για να ελέγξει, όπως συνηθίζεται, τι διάβαζε τόση ώρα κλεισμένη στο δωμάτιό της. Πήρε το βιβλίο στα χέρια της και ρώτησε τη μικρή «Για τι μιλάει το σημερινό μάθημα μικρή μου;». Η Νεφέλη στεκόταν αμίλητη.  «Έλα λοιπόν… τι έπαθες; Γιατί δεν απαντάς;» Η Νεφέλη έψαχνε να βρει έναν τρόπο  να «πει» το μάθημα. Τελικά πήρε το θάρρος και απάντησε «Δεν μπορώ να το πω  με λόγια, μπορώ όμως να σου το χορέψω;» Και πριν προλάβει η μαμά να πει –έστω διστακτικά- το ναι, η μικρή  άρχισε να χορεύει…. Και ανέβαινε αέρινη πάνω στους καναπέδες, γλιστρούσε πάνω στο χαλί, απορροφούσε όλον τον αέρα του δωματίου και φούσκωνε σαν μπαλόνι που αιωρείται πάνω από τα γράμματα, μέσα στην ιστορία του κειμένου και όλων των κειμένων που περιέχονται στο αναγνωστικό της Α’ δημοτικού. Και η μαμά έμεινε με το βιβλίο στα χέρια να ελέγχει το μάθημα που της έλεγε η κόρη της… για ώρες…  καθώς στο διπλανό διαμέρισμα ο Θωμάς καθόταν ακίνητος μπροστά στη μητέρα του που επέμενε στην ερώτηση «Για πες μου για τι μιλάει το σημερινό μάθημα;» Μετά από μικρή παύση πρόσθεσε «Δεν ξέρεις; Λοιπόν, τι έκανες τόση ώρα στο δωμάτιό σου;…» Ο Θωμάς έμενε βουβός. Έβλεπε κι αυτός τα γράμματα να χορεύουν, μα ποτέ κανείς δεν του έμαθε να χορεύει, να ακούει τη μουσική που παίζουν τα γράμματα, να ταξιδεύει  μέσα του, να πιστεύει στα θαύματα, να δημιουργεί μαγεία. Κι έτσι ένιωθε μικρός, ασήμαντος, ανίκανος να τα καταφέρει και χωρίς το θάρρος να ομολογήσει πως δεν  μπορεί να διαβάσει τα γράμματα που χορεύουν. «Δεν ξέρω τι θα κάνω με σένα!» του απηύθυνε η μητέρα του απογοητευμένη. Ράγιζε η καρδιά του  κάθε φορά που έβλεπε αυτή τη σκοτεινιά της απελπισίας στα  μάτια της μαμάς. 

Συρρικνωνόταν ακόμη περισσότερο και ακυρωνόταν η αγωνιώδης  προσπάθειά του να τα  καταφέρει. «Δεν μπορώ», συνέχισε να λέει μέσα του. Κι αυτό το «Δεν Μπορώ» τον συνόδευε χρόνια τώρα, όπως συνόδευε τη Νεφέλη η εσωτερική μουσική της.

Έτσι πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια. Η Νεφέλη με τη συμπαράσταση της μαμάς της χόρευε πάνω και μέσα στα κείμενα. Ο Θωμάς σκαρφάλωνε πάνω στον αγκαθωτό φράχτη της προσπάθειας, χωρίς ποτέ να δικαιώνει κανέναν.

Στα 17 τους ένας δυσλεκτικός άγγελος έριξε τα βέλη του ταυτόχρονα στο Θωμά και στη Νεφέλη και ερωτεύτηκαν, όπως ερωτεύονται οι έφηβοι, χωρίς να μετρούν ανασταλτικούς παράγοντες κι ακολουθώντας απόλυτα την καρδιά. Ο Θωμάς, χωρίς να το γνωρίζει πώς, συνέθετε μικρά ποιήματα με τα μάτια του. Η Νεφέλη το αισθάνθηκε. Του άπλωσε το χέρι και ο Θωμάς ανταποκρίθηκε. Του έμαθε να χορεύει και να αιωρείται πάνω από τον εαυτό του. Του έμαθε πως δεν υπάρχουν εμπόδια. Του έδειξε τον τρόπο να ρέει με τη ζωή. Ο Θωμάς στεκόταν για πρώτη του φορά σε μία κορυφή ανασαίνοντας λαχανιασμένος αυτοπεποίθηση.


Όταν παντρεύτηκαν, κανείς δεν διέκρινε πως και οι δύο ήταν μαθητές με δυσλε3ία. Και μετά από χρόνια, όταν τα παιδιά τους προετοιμάζονταν για την Α’ δημοτικού, το πρώτο πράγμα που είχαν μάθει από μικράκια δεν ήταν να γράφουν το όνομά τους, μα να χορεύουν μέσα στις ιστορίες των κειμένων. 


------------------------------------
Αφιερωμένο στα παιδιά με τα ιδιαίτερα χαρίσματα....

Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Ο ζητιάνος





Εκείνος ο ζητιάνος
που ξαποσταίνει θαρρείς 
ακουμπώντας στην άκρη του κόσμου σου
με το λερωμένο χέρι του
από τα φτηνά νομίσματα 
που εναποθέτεις μ' ανωτερότητα
στην παλάμη του
νιώθει τον ίλιγγο 
από τις υπόγειες σεισμικές δονήσεις
των πολιτειών σου
το ράγισμα στα θεμέλια της ζωής σου
κι απορεί με την άγνοια που δηλώνεις
μπρος στα φονικά ρίχτερ
που πλησιάζουν
σαν οι επιστήμονές σου
πληρωμένοι ν' αποσιωπούν τον κίνδυνο
ενώ τ' άγρια θηρία
τον διαισθάνονται και προστατεύουν 
με τόση τρυφερότητα τη φωλιά τους.

Αν θα 'χει ένα αύριο 
αυτός ο κόσμος
θα το χρωστά στο ατόφιο ίχνος
που κρύβει στο βήμα του ο ζητιάνος
που ποτέ δεν πληρώθηκε 
για να υποκριθεί τελειότητα
και ποτέ δεν υπήρξε κατ' ουσίαν φτωχός
υποκρίθηκε τον άπορο
για να σαρκάσει το μετέωρο άλμα σου
στο κενό της ματαιότητας
κι ας γνωρίζει πως πλέον δε διδάσκεσαι 
τα ηθικά κεφάλαια του σαρκασμού..










Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

Τελίτσα


Ζωγράφιζε σχήματα κλειστά
και μέσα έκλεινε μια τελίτσα
ανεπαίσθητα αποτυπωμένη
με την άκρη ενός καλοξυμένου μολυβιού
ίσα που τη διέκρινες με γυμνό μάτι
περικυκλωμένη από τους φράχτες
που περιόριζαν το ταξίδι της
μα ορκιζόντουσαν πως την προστάτευαν
από τα αόρατα θηρία
της λευκής σελίδας
που κατά καιρούς
έπαιρναν το σχήμα μιας μουτζούρας
που κατάπινε όλες τις ελεύθερες διαδρομές
ολόκληρες τις χώρες φαντασίας
τους δασκάλους
και τους γονείς
αφήνοντας το μικρό ζωγράφο
ορφανό από προστασία
τελίτσα ανεπαίσθητη
στη μέση του κόσμου
να προσπαθεί να υιοθετήσει
νέα τεχνοτροπία ελεύθερου σχεδίου
πολλαπλασιάζοντας τις τελίτσες
άπειρες να ξεπηδούν από το χαρτί
απλώνοντας τον εαυτό του
στο πάτωμα του δωματίου του
έξω από τα όρια της ζωγραφιάς του
δίπλα στην μπαλκονόπορτα
όπου ο άνεμος σκορπίζει
σπόρους τις τελίτσες στα πουλιά.