Επιστρέφω
με τα παπούτσια γεμάτα άμμο
γδαρμένη απ' το αλάτι
και το βράχο
με δέρμα ψαριού
που στραγγίζει κύμα
στη μέση του καθιστικού.
Ποτίζω το σανίδι
αλμύρα
-να ποτίζεις τα δέντρα
και κομμένα ακόμη,
έχουν μνήμες.
Αυτή η ακατοίκητη
κιβωτός του Νώε
δε λέει να ζευγαρώσει τον πνιγμό μου.
Υπό εξαφάνιση κινούμαι
στις θάλασσες μέσα μου
και ούτε ένα αγκίστρι
να με ψαρέψει
ίσως γιατί
δεν δαγκώνω πλέον τα δολώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προεκτείνοντας την αφορμή...