Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Ένα Τέλος κι ένα Ανάμεσα




Ένα χέρι άναψε το φως
ξημέρωσε η μέρα.
Ένα χέρι έσβησε το κερί
χάθηκε ο κόσμος.
Κάποιος σε ειδοποίησε.
Κάπως, 
ένα ποτάμι πνίγηκε μέσα σου.

Κατέβηκαν από τους τοίχους οι φωτογραφίες
τα ρούχα μπήκαν στη βαλίτσα
η βαλίτσα χώρεσε τη χειρολαβή της
στην παλάμη του ανθρώπου που φεύγει
ο άνθρωπος μίκρυνε, έμεινε μια χούφτα ύλη, 
χώμα, ξύλο, γη
η πνοή του γέμισε το χώρο
τελευταίος αναστεναγμός μιας ολόκληρης Ζωής 
χωρά σε μία προσευχή,
σε μία βαλίτσα, 
σε μία ανάμνηση,
σε ένα σκαμμένο εκτάριο γης.

Το βουβό ποτάμι των ανθρώπων
κινείται τόσο αργά
σαν να μη βιάζεται πια
μιας κι αυτό που ήταν ν' αποφευχθεί
έχει ήδη συμβεί.

Η μνήμη ερωμένη της ζωής
δεν ξεκολλά τα χέρια της από το πόμολο της πόρτας
δεν απαγκιστρώνεται απ' το προσκεφάλι του κρεβατιού
αρνείται ν' αφήσει τη χειραψία με το παρελθόν
δεν παίρνει τα χείλη της από το χρησιμοποιημένο ποτήρι
αγκαλιάζει τα τελευταία άπλυτα ρούχα
που ακόμη μυρίζουν σώμα ζωντανό,
την ώρα που ο άνθρωπος ξαπλωμένος
ήρεμος πια
τρέχει τελευταία φορά
σε όλους τους δρόμους του χωριού
φιλά έναν έναν όλους τους θαμώνες
αγκαλιάζει τους τοίχους, τα δέντρα, τ' αντικείμενα 
χαϊδεύει τα λουλούδια στο βάζο, τα παιδιά
ρίχνει μία τελευταία ματιά στ' αστέρια
σκύβει και μυρίζει το ψωμί, 
την καλοκαιρινή βροχή στο χορτάρι
τα ροδάκινα στο χωράφι,
το ούζο στο καραφάκι του,
όλα του τ' ανθρώπινα, τα γήινα που θα του λείψουν
και ντύνεται κατάσαρκα στην ψυχή που τρέμει
μια βαθιά θλίψη χωρισμού
από το σώμα του
από τη ζωή του
από όλους
και σηκώνεται σιγά σιγά πιο πάνω απ' τους θρήνους
υψώνεται, μικρός, πιο πάνω απ' την απώλεια
ολόκληρος μία χούφτα φτερούγισμα
πάνω από τα σκυμμένα κεφάλια που κλαίνε.

Εσύ φοράς το σκούρο σου βλέμμα
και γεφυρώνεις τους δύο κόσμους
με ένα παράπονο μικρού παιδιού:
Πού πάνε οι άνθρωποι που φεύγουν;

Μένει τόσο ορφανός ο εαυτός 
που θρηνεί ένα θάνατο
κι όμως, αφού συνοδεύσεις την πομπή
αφού διασχίσεις το μονοπάτι του αποχωρισμού
ως το τέλος,
όταν θα στερέψουν τα δάκρυα, τα λόγια σου, οι προσευχές,
όταν το βήμα σου θα λυγίσει
από το ασήκωτο βάρος του κενού,
του τέλους, 
του μη αναστρέψιμου,
καθώς θα επιστρέφεις άδειος στο σπίτι
θα σε περιμένουν λουλούδια στο βάζο,
μία χούφτα αστέρια στον ουρανό που κοιτάς,
όλοι οι δρόμοι του χωριού,
η μυρωδιά από τα ροδάκινα στο χωράφι,
οι ζωντανοί τοίχοι του φρεσκοβαμμένου σου δωματίου,
η γάτα στο μπαλκόνι
και το χέρι σου ασυναίσθητα το χάραμα
θ' ανάψει το φως της επόμενης ημέρας,
όπου δε θα είσαι μόνος,
μετά το βουβό μακελειό,
και θα μπορείς να μοιραστείς
σαν από την αρχή
τη συγκίνηση του Υπάρχω. 







1 σχόλιο:

Προεκτείνοντας την αφορμή...