by Dean Stuart
Ήρθε η λάσπη μέσα στο σπίτι μου
της άνοιξα όλα τα δωμάτια
τη φιλοξένησα
την κοίμισα στο κρεβάτι μου
πεινασμένη μού ρούφηξε τα όνειρα
μούλιασε το χαλί όπως η ψυχή
διαποτίζει το σώμα του ανθρώπου
κύλησε μέσα στο δέρμα μου
άκουσα την άγρια φωνή της
έγινα ο οικοδεσπότης
ήταν καταπατητής
ήταν όλοι οι άνθρωποι που δεν πρόλαβε να δημιουργήσει ο θεός
-η λάσπη-
ήταν όλοι οι άνθρωποι που ξεχάστηκαν απ' το θεό
στην άκρη του δρόμου
ρακένδυτοι, δίχως στόμα,
δίχως μιλιά, δίχως φαΐ
κι ενώθηκαν σε μία ορμητική ροή
ισοπεδώνοντας τον κόσμο που τούς απέρριψε.
Δε γινόταν αλλιώς
παρά μ αυτή τη βία που γκρεμίζει.
Ακούγαμε πνιγμένα κλάματα,
αιώνια παράπονα ζωής
τα νεκρά μας ζώα θυσία στους αδύναμους θεούς
των λασπωμένων ανθρώπων.
Κοιτάξαμε απ' το παράθυρο.
Οι πολιτικοί μάς καταμετρούσαν.
Ήμασταν οι επόμενοι λασπωμένοι άνθρωποι
που θα κυλήσουμε στο μέλλον ορμητικοί
να ισοπεδώσουμε τον κόσμο που μάς απέρριψε.
Έτσι πάρθηκε η απόφαση.
Έχτισαν πιο ψηλά τα ενισχυμένα σπίτια τους
κι ακόμη πιο ψηλά
στις κορυφές της οροσειράς
παριστάνοντας τους θεούς
μη γνωρίζοντας πως η ύβρις
πάντα επιστρέφει στον αλαζόνα
δίχως να ξεχνά.
Στην επόμενη βροχή
η λάσπη ξεκίνησε απ' το βουνό.
Γέμισε ο κάμπος μας πολυτελή κρεβάτια,
χρυσοραμμένα ρούχα,
συλλογές έργων τέχνης
που απεικόνιζαν τη λάσπη στα χέρια του θεού
-ποιανού θεού; -
καθώς ξεκινά από την αρχή
τη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου.
Μάταια, αποφάνθηκε η επιστήμη.
Είχε έρθει ο καιρός ν' αλλάξει το υλικό του.
της άνοιξα όλα τα δωμάτια
τη φιλοξένησα
την κοίμισα στο κρεβάτι μου
πεινασμένη μού ρούφηξε τα όνειρα
μούλιασε το χαλί όπως η ψυχή
διαποτίζει το σώμα του ανθρώπου
κύλησε μέσα στο δέρμα μου
άκουσα την άγρια φωνή της
έγινα ο οικοδεσπότης
ήταν καταπατητής
ήταν όλοι οι άνθρωποι που δεν πρόλαβε να δημιουργήσει ο θεός
-η λάσπη-
ήταν όλοι οι άνθρωποι που ξεχάστηκαν απ' το θεό
στην άκρη του δρόμου
ρακένδυτοι, δίχως στόμα,
δίχως μιλιά, δίχως φαΐ
κι ενώθηκαν σε μία ορμητική ροή
ισοπεδώνοντας τον κόσμο που τούς απέρριψε.
Δε γινόταν αλλιώς
παρά μ αυτή τη βία που γκρεμίζει.
Ακούγαμε πνιγμένα κλάματα,
αιώνια παράπονα ζωής
τα νεκρά μας ζώα θυσία στους αδύναμους θεούς
των λασπωμένων ανθρώπων.
Κοιτάξαμε απ' το παράθυρο.
Οι πολιτικοί μάς καταμετρούσαν.
Ήμασταν οι επόμενοι λασπωμένοι άνθρωποι
που θα κυλήσουμε στο μέλλον ορμητικοί
να ισοπεδώσουμε τον κόσμο που μάς απέρριψε.
Έτσι πάρθηκε η απόφαση.
Έχτισαν πιο ψηλά τα ενισχυμένα σπίτια τους
κι ακόμη πιο ψηλά
στις κορυφές της οροσειράς
παριστάνοντας τους θεούς
μη γνωρίζοντας πως η ύβρις
πάντα επιστρέφει στον αλαζόνα
δίχως να ξεχνά.
Στην επόμενη βροχή
η λάσπη ξεκίνησε απ' το βουνό.
Γέμισε ο κάμπος μας πολυτελή κρεβάτια,
χρυσοραμμένα ρούχα,
συλλογές έργων τέχνης
που απεικόνιζαν τη λάσπη στα χέρια του θεού
-ποιανού θεού; -
καθώς ξεκινά από την αρχή
τη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου.
Μάταια, αποφάνθηκε η επιστήμη.
Είχε έρθει ο καιρός ν' αλλάξει το υλικό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προεκτείνοντας την αφορμή...