Το πιο δυνατό κρασί, είναι αυτό που φτιάχνεις με Υπέρβαση Εαυτού. Μία φορά αν μεθύσει ο Νους, δεν επιστρέφει η Ύπαρξη στις νηφαλιότητες.
Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Ο Νους που επινόησε μία Ιδέα, ποτέ δεν επιστρέφει στις προηγούμενες διαστάσεις του.
Η ευθύνη..
Για ό,τι γράφεται σ'αυτό το χώρο δεν ευθύνεται το χέρι που γράφει.
Σάββατο 29 Μαρτίου 2025
αναγκαιότητα
Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025
Ανασκαφές στο φως της σελήνης
αγκάλιαζα τις πατούσες με τους μηρούς μου
άφηνα ακάλυπτα τα νώτα μου
αφοπλίζοντας ήρεμα τους εχθρούς μου.
Πλήρωσα μ’ αργύρια το θυρωρό
μου έδωσε αντικλείδι του κελιού της
κάθιδρη πέρασα το σύνορο
και βρέθηκα στην όχθη του κορμιού της.
Νύχια από χώμα, μελανιασμένα.
Πόσες είχε σκάψει αποδράσεις!
Την πέτυχα σε βράχια αγριεμένα
να ανεμίζει κύτταρα και μυών συσπάσεις.
Ήταν η σκιά της μισοσβησμένη
ήμουν κι εγώ μισή πανσέληνος
ξάπλωσα στο σχήμα της κουρελιασμένη
μήπως και σπάσει το άγριο κέλυφος.
Δεν ήταν άλλη παρά εγώ
σε ένα σύμπαν κακοφτιαγμένο
με ρίζες κομμένες από καιρό
και ίχνος θολό και παρερμηνευμένο.
Σαν θηρίου πληγωμένου το βήμα
με το αίμα στεγνό στην πληγή
ίσα που πρόλαβα πριν κοπεί το νήμα
κι έσταξα ζέστη στο κρύο κορμί.
Ταυτοποιήθηκε η αρχαία γυναίκα
κι οι ανασκαφές μου στο φως της σελήνης
σπάσαν όσα τις φορέσαν λουκέτα
κι έγινα, ή μήπως ήμουν, κομμάτι εκείνης.
Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025
Μπλε
Αδιάφορη, με νύχια βαμμένα θαλασσινούς βυθούς προσπερνούσε τη γραμματική των ποιημάτων και πατούσε δυνατά το πόδι της στο τσιμέντο, τόσο που η δόνηση της πατηματιάς της άφηνε ίχνος στο θαμμένο χώμα που στήριζε την άσφαλτο. Κατηφόριζε ασυγκίνητη, με το φουστάνι να ανεμίζει στα υπόγεια ρεύματα της ζωής. Ήθελες να απλώσεις το χέρι να τη σώσεις. Με ένα άγγιγμα να ζεστάνεις την ψύχρα στο βλέμμα της. Να στάξεις λίγο κόκκινο στο σκούρο μπλε. Μάταια. Τείχη αόρατα. Τα κουβαλούσε πάντα μαζί της. Ακόμη και στον πνιγμό, όταν σαν ψάρι σπαρταρούσε έξω από τα νερά της, ασφυκτιώντας στον πηχτό χρόνο των μεγάλων ταχυτήτων.
Προσπάθησε πολύ να επιβραδύνει. Με τεχνάσματα αναπνοής. Με κλειστά μάτια. Με συλλαβισμούς της σκέψης. Ανεπιτυχείς προσπάθειες. Παντού υπήρχαν μικρές μαύρες πόρτες που ακόμη και μισάνοιχτες επέτρεπαν να ξεχύνονται ποτάμια θορύβου, με αντίλαλο που δε φθίνει. Μικρές μαύρες πόρτες. Στο δέρμα της, στα έπιπλα, στα μάτια των ανθρώπων, στα ακροδάχτυλά τους, στους αστραγάλους σε πόδια που λαχάνιαζαν για να προλάβουν. Τι; Στον ποδόγυρο της ζωής της. Κεντημένες μαύρες πόρτες που ακόμη και μισάνοιχτες επέτρεπαν να ξεχύνονται κουβάρια ξηλωμένα τα λόγια της.
Προσπαθούσε να επιβραδύνει. Έψαχνε νέο τέχνασμα. Η θλίψη!
Η θλίψη έχει μεγάλο ιξώδες! Αργοκυλά μέσα σου. Σού επιβάλλει μία επιβράδυνση παραίτησης από τα επείγοντα, που δεν είναι άλλα από φτιαχτά σενάρια τεχνητής ζωής. Η θλίψη σε αποστειρώνει από το θόρυβο, τη βιασύνη, το λαχάνιασμα. Σε βυθίζει. Όχι. Σε βαφτίζει ξανά. Μέσα στα νερά σου, που τα περνά από το βιολογικό καθαρισμό των δακρύων. Πρώτο στάδιο. Μόλις στερέψεις κι έχει φύγει η βρωμιά των χειμάρρων που κουβαλάνε ό,τι βρουν, δίχως επιλογή, η θλίψη σού σκάβει νέες πηγές. Γεννάς νάματα που κυλούν σταγόνα σταγόνα. Ξαναγέμισε ωκεανούς. Δεν υπάρχει βιασύνη. Ούτε χρόνος. Βυθίσου στη θλίψη ως τον πνιγμό. Με εμπιστοσύνη στον κύκλο της. Αρνήσου, όλα σου. Μείνε μία κουκκίδα βαθύ μπλε, μελανιασμένη στο ψύχος του κόσμου, μέσα σε μία κουκκίδα σκούρο αίμα που πάλλεται. Δίχως όνομα. Δώσε όνομα και σχήμα. Άρχισε σιγά σιγά από την αρχή. Γέννησε κύτταρα, θάλασσες, νέες σκέψεις. Δεν έχουν όλοι αυτό το προνόμιο. Να σταματήσουν τον κόσμο, να νικήσουν το μηδέν και να υπάρξουν από την αρχή.