6 Νοέμβρη, σε μία Θεσσαλονίκη στα πρόθυρα κυκλοφοριακού
πανικού αγαπημένοι άνθρωποι συνέθεσαν μία παρέα και μιλήσαμε για ποίηση με
αφορμή την ποιητική συλλογή «Πόνος στην πλάτη», εκδόσεις ανωτελεια με τον Παναγιώτη
Μπότση να στηρίζει με την παρουσία του.
Σμίξαμε στο Γιουκάλι φορώντας την αλήθεια μας. Την αύρα της
έδωσε στα ποιήματα η Ιφιγένεια
Αμανατιάδου με απαγγελίες. Η Άννα Αδαμοπούλου ερμήνευσε σε δική της σύνθεση
μελοποιημένα ποιήματα από την ποιητική συλλογή με την υπόσχεση να ακολουθήσουν
κι άλλες μελοποιημένες συνεργασίες.
Ο Τριαντάφυλλος Δαράβαλης προσέγγισε το βιβλίο εξερευνώντας
προεκτάσεις των κειμένων: «Σταματάω πριν το πρώτο ποίημα, στις πρώτες σελίδες,
εκεί που η ποιήτρια αφιερώνει τη συλλογή της: Διαβάζω, αφιερωμένο «Σε εκείνους
που κατάφεραν να ξεπεράσουν τα εμπόδια»… Θαυμασμός για τους ήρωες-εμποδιστές,
αλλά και υπαινιγμός ότι και η ίδια κατάφερε να τα υπερπηδήσει, να πολεμήσει τον
πόνο στην πλάτη της. Η υπερπήδηση όμως προϋποθέτει τη γενναία απόφαση. Την
απόφαση να πολεμήσει και να αφήσει οριστικά πίσω όσα τη βασάνιζαν. Μια απόφαση
σκληρή, αλλά αμετάκλητη: «Ας χαθώ, δεν έχω τίποτα να χάσω, παρά τον δρόμο της
επιστροφής. Μα δε σκοπεύω να επιστρέψω». Δήλωση ευθεία, σταράτη. Απόφαση ηρωική
και αμετάκλητη. Κι είναι μόλις το πρώτο τετράστιχο.
Ένα ακόμη σημείο που παρατήρησα έντονα στην ποιητική συλλογή
"Πόνος στην Πλάτη" είναι όχι ακριβώς το πώς κοιτάζει η δημιουργός τα
πράγματα, αλλά το από πού τα κοιτάζει. Και εξηγούμαι: Η μέση αντίληψη για τον
ποιητή και την ποιήτρια είναι ότι κάθεται σε ένα πραγματικό ή μεταφορικό
μπαλκόνι, με ένα ποτήρι κρασί στο τραπεζάκι (αν το μπαλκόνι είναι στη
Θεσσαλονίκη, οι Αθηναίοι θα έλεγαν με έναν φραπέ), και από αυτό το μπαλκόνι
καταγράφει σε ποιητική φόρμα τις ζωές που εκτυλίσσονται μπροστά της. Σε
αντίθεση λοιπόν με αυτήν την κυρίαρχη αντίληψη, για να μην πω και τάση, τα
ποιήματα της Κάκιας Παυλίδου δείχνουν να έχουν συνταχθεί εν κινήσει. Δεν
έχουμε εδώ μια ποιήτρια που σχολιάζει αφ' υψηλού, μια στατική δηλαδή δημιουργό
που παρατηρεί και σχολιάζει την κίνηση των άλλων. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ταξιδιώτρια που
θεωρεί -κι αυτό είναι παραπάνω από εμφανές- ότι εάν μείνει έστω και για λίγο
ακίνητη, το βλέμμα της θα σαπίσει, η ματιά της θα αμβλυνθεί. Πριν ο αναγνώστης
ανακαλύψει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τις πραγματικές εικόνες της Κάκιας
πάνω στη μηχανή της να τριγυρνά και να μαθαίνει, είμαι βέβαιος ότι την έχει ήδη
φανταστεί ως δημιουργό να το κάνει. Μια γυναίκα πάνω στη σέλα της μοτοσικλέτας,
να φωνάζει στους γύρω της: "Έι, μη στέκεστε στατικοί! Κινηθείτε! Γνωρίστε
τον κόσμο γύρω σας. Και γνωρίστε και τον εαυτό σας! Τον πόνο στην πλάτη σας μη
ζητάτε να τον απαλύνει κανένας. Χαράξ’τε μονάχοι το δρόμο, πάρτε τη ζωή στα
χέρια σας".»
Ακολούθησε ο Κώστας Δρουγαλάς που μεταξύ άλλων επεσήμανε το
διάχυτο θηλυκό στοιχείο στα κείμενα: «Ο τίτλος της συλλογής «Πόνος στην πλάτη»
είναι μεταφορικός. Σχετίζεται με τα ανείπωτα και τις καθημερινές συμβάσεις που
μας βαραίνουν μέρα τη μέρα, χρόνο τον χρόνο. Μέσα από τον τίτλο τονίζονται τα
εμπόδια που συναντά στο διάβα της μια γυναίκα και που πρέπει να υπερκεραστούν:
«ήδη μου έχεις φορτώσει το προπατορικό μου αμάρτημα». Ή σε άλλο σημείο: «Έψαχνε
έναν Αδάμ να του δώσει πίσω το πλευρό του να διαγραφεί το αρχαίο χρέος».
Παρά τον δυσοίωνο τίτλο, η συλλογή είναι αισιόδοξη, για
πολλούς και διαφορετικούς λόγους: Αρχικά, για τα διασκορπισμένα διδάγματα
ψυχοθεραπευτικού τύπου: «Όχι, δεν λύθηκαν (τα προβλήματα), άλλαξε ο τρόπος που
στέκομαι απέναντί τους». Έπειτα, γιατί τα ποιήματα έχουν να κάνουν με την
εξερεύνηση. Το ποιητικό υποκείμενο μεταβαίνει από έναν κόσμο παλιό, σε έναν
άλλον, θαυμαστό και νέο, ή με τα ακριβή λόγια της ποιήτριας: «γεννώντας διαρκώς
νέες μορφές ζωής». Τέλος, είναι μια ποίηση εξομολογητική. Πολλές φορές
τρομακτική μες στην αλήθεια της, ωστόσο καταπραϋντική.
Το ποιητικό
υποκείμενο δεν θέλει να γίνει σαν τις άλαλες γυναίκες του κοινωνικού
περιβάλλοντος («εκείνες οι απόμακρες γυναίκες που υπάρχουν πολλά επίπεδα κάτω
απ’ το δέρμα τους»), αλλά ούτε και με τις γυναίκες του οικογενειακού
περιβάλλοντος: «ήταν καλή η γιαγιά, δεν έλεγε όχι ποτέ, υπηρετούσε τους πάντες».
Είναι ένα
ποιητικό υποκείμενο που έχει ανάγκη από ανεξαρτησία, που πασχίζει να μείνει
μακριά από «σκοτεινά κελιά» και «μαύρους τοίχους», που σε «εξαφανίζουν» και
«αφομοιώνουν το σχήμα σου». Η ποιήτρια είναι αρνησίκοσμη μιας πραγματικότητας
που έφτιαξαν άλλοι για την ίδια. Ένας μεγάλος εχθρός στα ποιήματα της Παυλίδου
είναι η συνήθεια και το βόλεμα, που
ταυτίζονται με τον μεταφορικό θάνατο «από εκατομμύρια ζεστούς ύπνους».
Στα μισά της
συλλογής ανιχνεύονται και ποιήματα κοινωνικο-πολιτικά. Τονίζεται ο ρόλος των
μνημείων μετά τον αφανισμό του ανθρώπου, καθώς και οι πεινασμένοι που θα
γυρέψουν το μερίδιό τους από τους χορτάτους τούτης της γης.
Ένα διαρκώς
επανερχόμενο μοτίβο της συλλογής αποτελεί η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας. Η
παιδικότητα ως αναφορά ταυτίζεται με την αγνότητα και το αμόλυντο. Εικόνες,
ήχοι και μυρωδιές επανέρχονται κάθε τόσο: παιδικά που παίζουν φλιπεράκι και
μπίλιες, πιτσιρίκια που κάνουν σκοινάκι. Η αγία νοσταλγία στην οποία προστρέχει
η ποιήτρια και της οποίας το εικόνισμα ασπάζεται μέσα στον ναό που έχει χτίσει.»
Η εκδήλωση έκλεισε με κύκλους σκέψεων που δένουν την ποίηση
και τον τρόπο που βιώνουμε την καθημερινότητα, εκεί όπου η παρουσία της είναι
απόλυτα χρηστική υπερβαίνοντας τα κείμενα.
Απαγγελίες Ιφιγένεια Αμανατιάδου
Τριαντάφυλλος Δαράβαλης
Κώστας Δρουγαλάς
Μελοποιημένα ποιήματα Άννα Αδαμοπούλου
Κάκια Παυλίδου