Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Ο Νους που επινόησε μία Ιδέα, ποτέ δεν επιστρέφει στις προηγούμενες διαστάσεις του.

Η ευθύνη..

~Η ευθύνη~
Για ό,τι γράφεται σ'αυτό το χώρο δεν ευθύνεται το χέρι που γράφει.
Ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο το Κίνητρο, που αδράχνεται μέσα από το σωρό του Μεγάλου Τίποτε,
από το ... χέρι που γράφει.

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Η άγρια απόχρωση του ΚόκκιΝου...



Ερασιτέχνης ο Τρελός
διαστέλλεται και συστέλλεται
χοροπηδά ανάμεσα στις τεντωμένες πολυκατοικίες
όπου οι κυρίες άπλωσαν τα κουστούμια και τα εσώρουχα
των ιδρωμένων συζύγων τους.
Οι μπουγάδες μυρίζουν κακοποίηση.
Οι πολιτικοί καταθέτουν μήνυση
στην εταιρία του επώνυμου μαλακτικού
γιατί δεν έπιασε το κόλπο με την πληρωμένη Άνοιξη.
Οι μάνες απαρηγόρητες...
Δεν πέτυχε η συνταγή.
Τί θα ταΐσουμε τον κόσμο?
Οι Γιοι με σφεντόνες στα χέρια
στοχεύουν τον Τρελό που σκάει στα γέλια
για την κατάντια του κόσμου
και ταπεινώνει κι άλλο την γυναίκα
που δεν κατάφερε να βγάλει
από το παντελόνι, το πουκάμισο, το εσώρουχο του συζύγου της
τη δυσοσμία του Νέου Κόσμου.
Ο ερασιτέχνης Τρελός
διαστέλλεται και συστέλλεται
χοροπηδά ανάμεσα στα σκάγια
και με τις ματωμένες πατούσες του
λερώνει τα πεζοδρόμια
που μόλις χθες εγκαινίασε ο Δήμαρχος..
Απ' όπου περνά φυτρώνουν παπαρούνες
με μία Άγρια απόχρωση του ΚόκκιΝου
που τρυπώντας τα ρουθούνια των κυριών
ξεπερνά την ανοχή του Νόμου
περί προσβολής της Δημοσίας Αιδούς τους...


Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Παντομίμα...


Την παρακολουθούσαν μόνιμα από τις ρωγμές. Ένιωθε τα ζευγάρια μάτια σαν συγχρονισμένα δάχτυλα, δείχτης αντίχειρας, να της λαβώνουν  -αν ο Νους είχε στόμα- τη γλώσσα, για να καταγράψουν τα πάντα, όταν με αλήθεια ομολογούσε τα παραμύθια της. Υπήρχε κι ένας μονόφθαλμος. Εκείνος, με το βλέμμα σαν νύχι, της χάραζε τατουάζ στο γυμνό μπράτσο... πεινασμένους αετούς, λυσσασμένα σκυλιά, αποτρελαμένους ανθρώπους. Ήθελε να της δημιουργήσει φοβίες. Εκείνη όμως είχε μάθει το μυστικό της ηρεμίας. Έπαιζε μουσική με έγχορδο τον καρπό της.

Ήξερε και να κεντά. Με κλωστές έντυνε τους δαίμονες, να μην γυρίζουν γυμνοί μέσα στο κεφάλι της, και τους μάθαινε ταγκό και τον χορό των αγγιγμάτων.
Τα μάτια την παρακολουθούσαν, μερόνυχτα, καθώς μόνη της χόρευε με τους αόρατους. Την είχαν για τρελή. Το κελί ήταν στενό για τα μέτρα της, μα οι τρελοί ποτέ δεν υπάρχουν εκεί που είναι το σώμα τους. Στενό κελί το σώμα. Κρίμα να μην είσαι τρελός.

 Είχε συνηθίσει πως δεν ήταν μόνη πια και πέρασε ο καιρός που ντρεπόταν να ξεντυθεί. Όταν αποδεχθείς το Ρόλο, τότε απολαμβάνεις το Μεγάλο Σενάριο.

Τοποθέτησε στο τραπέζι το ραδιοφωνάκι και πάτησε το REC. Όλοι ανασκουμπώθηκαν, σαν να άρχιζε το έργο. Βουβός κινηματογράφος και οι παρατηρητές έπρεπε να μαντέψουν το ρόλο που υποδύεται, τους διαλόγους με τους αόρατους κομπάρσους, την εποχή  και την πρόθεση της τρελής...

-Είναι φορές που τοποθετείς ένα πειραματόζωο στο κέντρο και μελετάς τη συμπεριφορά του. Πώς νιώθεις λοιπόν;
-Σε έχω τοποθετήσει στο κέντρο και σε μελετάω.
-Δε με θυματοποιείς πια. Εγώ πάτησα το REC. Εγώ γράφω ...και καταγράφω.
-Εγώ σε παρατηρώ όμως. Δε νιώθω. Το ξέρεις. Επιστημονική καταγραφή κάνω και τηρώ τον όρκο μου. Δεν νιώθω.
-Δεν υπάρχει σύνορο που δεν ξεπερνιέται υπό συνθήκες αιφνιδιασμού.
-Τί είναι αυτό;
-Λύνεται σε 9 κομμάτια. Κοίτα.

Υποκρίνεται πως κρατάει ένα Glock 19 στα χέρια της και το λύνει σε χρόνο εκπαιδευμένου αστυνομικού ή αδέξιας τρελής. Έπειτα το δένει σε χρόνο λιγότερο απ' όσο χρειάζεται η σφαίρα να καρφωθεί στο μυαλό σου. Το γεμίζει και απαντά:
-Αυτά που δε φαίνονται να τα φοβάσαι. 
-Μόνο η σφαίρα σκοτώνει. Υποκρίνεσαι.
-Οπλίζει με συναίσθημα. Μην επιμένεις. Σκοτώνει.

Ξηλώνει το μανίκι της και φτερουγίζει στο μπράτσο της ο πεινασμένος αετός παλεύοντας να ξεφύγει από τα δόντια του λυσσασμένου σκύλου.
-Βλέπεις; Ο ένας πεινά, ο άλλος λυσσάει. Ποιος είναι ο πιο επικίνδυνος;
-Δε χορεύουν τα τατουάζ! Ψευδαίσθηση είναι.
-Πείνα και Λύσσα. Δεν έχουν σάρκα, μα σε τρώνε. Τα στομάχια των τρελών χορταίνουν με πλημμύρες. Τα μυαλά τους με τίποτε. Ψευδαίσθηση είναι?

Στρέφει την κάννη του αόρατου Glock 19 στο μάτι του μονόφθαλμου. Από ένστικτο πετυχαίνει ακριβώς τη ρωγμή απ' όπου την κοιτά. Τον καρφώνει με το βλέμμα της. Σκιάζεται και κλείνει βίαια το ένα του μάτι.
Εκείνη παίζει α μπε μπα μπλομ με την παιδική φωνή της:
-α μπε μπα μπλομ ... Γιατρός, Αστυνομικός, Πολιτικός, Δικαστής, Λαμόγιο, ο Γείτονας, ένας Δολοφόνος.... ίσως ο Δάσκαλος ή ο Εραστής ή ο Πατέρας ή ο Θεός...α μπε μπα μπλομ του κιθε μπλομ... Πάντα ένα αντρικό μάτι παραμονεύει παρακολουθώντας την Ζωή μας. Ποιος κρύβεται εκεί?... 

Σκίζει το ρούχο της και σε κάθε κομμάτι γράφει ένα νούμερο. Τραβάει τυχαία και μοιράζει χαρτάκια προτεραιότητας στους υποψήφιους δολοφόνους της Ζωής της. Τους ξεγελά. Μέσα από τις διόπτρες των ματιών τους όλοι στοχεύουν σ΄αυτό που βλέπουν. Εκείνη υπάρχει έξω. Έξω από το σώμα της, από το δωμάτιο, από το σενάριο... Στροβιλίζεται αργόσυρτα στο δωμάτιο και  κοιτάζει κατάματα όλους όσους κρύβονται -πιο αόρατοι από τα αόρατα δαιμόνια του μυαλού της.  Χορεύει γύρω από τον άξονά της και τραγουδά:
-Αυτά που δε φαίνονται να τα φοβάσαι
εισχωρούν μέσα σου, καθώς κοιμάσαι...

Ξηλώνει το μανίκι της και ξεπροβάλλει στο αριστερό της μπράτσο ο αποτρελαμένος άνθρωπος. Ο κάθε κατασκοπευτικός Παρατηρητής στο τατουάζ διακρίνει τον εαυτό του. Ο αντίλαλος με την παιδική φωνή επιμένει:
-Αυτά που δε φαίνονται να τα φοβάσαι
εισχωρούν μέσα σου, καθώς κοιμάσαι...

Όταν οι δολοφόνοι σου ξέρουν πως χειρίζεσαι τ' αόρατα καλύτερα απ' όσο εκείνοι τα ορατά, το σκέφτονται πολύ πριν στρέψουν τη διόπτρα τους πάνω σου. Κι όταν από λάθος συμβεί, δεν τολμούν ν' αποκοιμηθούν αν δεν διασφαλίσουν πως αποκοιμήθηκες πρώτη Εσύ...

-α μπε μπα μπλομ....
Φαίνομαι, δε φαίνομαι, απόψε...
Αυτά που δε φαίνονται να τα φοβάσαι
εισχωρούν μέσα σου, καθώς κοιμάσαι...

τικ τακ.... στο Clock 19 είναι ώρα για Παντομίμα...

 


Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Σμήνη


Περιμένω να βραδιάσει. Η μέρα τυφλώνει το μακρινό μου βλέμμα και υποκρίνομαι την μυωπική. Μέσα στα γυαλιά ζωγραφίζω με χνώτο αρκουδάκια, ομίχλη και νύχτα. Το βράδυ πετώ τα γυαλιά και ισορροπώ στα κάγκελα του μπαλκονιού με τα χέρια απλωμένα σε σταυρό, στο σχήμα της ελευθερίας του πετάγματος. Στην γωνία του μπαλκονιού υπάρχει μονοπάτι. Στην άκρη του, Δάσος.

Ήθελα ν' αγαπηθούμε μέσα από τ' αόρατα. Οι απτές πραγματικότητες απομακρύνουν, χωρίζουν, κι αν το καλοσκεφτείς εξαθλιώνουν και δολοφονούν. Κρατούν στα χέρια τους τα λουριά μας και κατευθύνουν απρόσωπα τις ζωές. Από μικρή ήθελα να το σκάσω απ΄αυτό το σμήνος αιχμαλώτων. Έτσι άρχισα να σκαρφαλώνω στους κορμούς των δέντρων, στα κορμιά των εραστών. Έψαχνα Κορυφή να το σκάσω από το φεγγίτη της ζωής. Μα κρατούν λίγο οι οργασμοί και δεν προλαβαίνεις να ροκανίσεις τα κάγκελα, να λευτερώσεις όλους τους Εαυτούς σου, να τους φυγαδεύεις έναν έναν στο Πέρασμα προς την ανείπωτη εκείνη Ελευθερία. Και μισή ή ημιτελής, ανάπηρη και ακρωτηριασμένη δεν πάω πουθενά. Προτιμώ να τυραννιέμαι στα γήινα, με προσποιήσεις επαναστάσεων και σενάρια εκτροχιασμού και με την ψευδαίσθηση του Αυτοβούλως, που πάντα ενεργεί καθώς πρέπει, εφόσον μαστιγώνεται από το καμτσίκι του καθήκοντος.

Μουδιασμένη κάθομαι στο κρύο και περιμένω να δω τα πουλιά. Περίεργος συγχρονισμός. Το βράδυ δεν κινείται κανείς, ούτε στους δρόμους, ούτε στους ουρανούς. Ίδιος Νόμος περί απαγορεύσεως της κυκλοφορίας. Κάτω και πάνω. Μέσα, σε κείνα τα μικρά διαμερίσματα, οι άνθρωποι προσποιούνται πως αγαπιούνται. Γδύνονται και ζεσταίνουν τα σώματα. Τρέμουν, λες κι όλα τα σμήνη των πουλιών, που δεν κυκλοφορούν στο σύννεφο, φώλιασαν μέσα στον κόρφο τους. Αγαπιούνται με φτερουγίσματα. Σαν το κοτόπουλο, που τρέμει μπρος στη σφαγή του, πριν γίνει σούπα. Μαγειρεύονται στα ζουμιά τους οι ανθρώποι. Στον πυρακτωμένο ιδρώτα, που έχει το ανάλογο για τον καθένα μας αλάτι. Νόστιμος μεζές. Μα ποιος θα σε φάει ως την Ψυχή, μάτια μου?... Έτσι, ώστε ν' αξίζει όλη σου η προσπάθεια για μαγείρεμα?...

Βραδιάζει και βρέχει. Αν και  το ημερολόγιο υποδεικνύει άνοιξη, χειμωνιάζει μία βαθιά μελαγχολία στο μπαλκόνι μου.  Μέσα σ' αυτή την ομίχλη, το μονοπάτι στη γωνία ζωντανεύει σαν οπτασία και το Δάσος στέλνει αγγελιοφόρους τα στοιχειά του. Στα επικίνδυνα μέρη, όταν σε καλούν τις νύχτες, να πηγαίνεις μόνος. Ο Φόβος είναι ένα σμήνος από φοβίες. Μικρά, ανατριχιαστικά, αδύναμα τρωκτικά, που συσπειρώνονται για ν' αποκτήσουν δύναμη. Κάτι που εσύ δεν έμαθες ποτέ. Στα επικίνδυνα μέρη, όπου σε καλεί μία βαθιά μελαγχολία, να πηγαίνεις μόνος. Έτσι, θα σε μεταφράσουν ως σμήνος από συσπειρωμένους Εαυτούς και θα σε σέβονται. Οι κανίβαλοι δε θα σε μαγειρέψουν. Δε θα σε φάνε ποτέ. Δε θα σε δουν σαν μία μερίδα κρέατος, που τρέμει με φτερουγίσματα λίγο πριν τη σφαγή του.

Δεν θα έρθω μαζί σου απόψε. Απόψε θ' αντιμετωπίσεις τη μοναξιά της διαδρομής με έναν μονόλογο αυτοδυναμίας, που παλεύει να παρηγορήσει το παιδί μέσα σου που κλαίει.

Από μικρή ήθελα να το σκάσω απ΄αυτό το σμήνος αιχμαλώτων. Από μικρός ήθελες ένα χέρι να κρατάς μέσα στο σκοτάδι. Σήμερα πριόνισα όλα τα χέρια της αλληλεγγύης. Φτάνει μ' αυτή την πλάνη. Σήμερα θα διασχίσεις όλο το σκοτάδι μόνος. Και αν φτάσεις στην άλλη άκρη της νύχτας ζωντανός, θα σε περιμένω, χωρίς τα γυαλιά μου, χωρίς το λουρί στο λαιμό, με το αρκουδάκι μου αγκαλιά και με έναν φεγγίτη ζωγραφισμένο στην Καρδιά μου για να το σκάσεις...



Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Ορφανοτροφείο


{Digital Artworks by Adam Martinakis Explore Photo Realistic Surrealism}


Είναι αυτά τ' αγέννητα μωρά στην κοιλιά μου
που με τ' ασχημάτιστα ακόμη νύχια τους
γρατζουνάνε το εσωτερικό μου
μ' ένα ουρλιαχτό ανυπαρξίας
που με κόβει στα δύο από τον πόνο.

Κουλουριάζω τα χέρια
και κρατώ τον πόνο αγκαλιά.
Σταματήστε τα  κλάματα!
Έκοψα το παράβολο της Διαιώνισης.
Γέννησα πριν χρόνια δυο Αλήθειες.
Έχω τώρα το δικαίωμα
να στειρώσω τις Ενηλικιώσεις
και να προσφέρω Εαυτό προς υιοθεσία.

Ο πόνος δε σταματά,
μα πρέπει να φαίνομαι υγιής.
Ούτε ανάπηρο κατοικίδιο
δεν υιοθετούν κύριοι και κυρίες,
πόσο μάλλον άνθρωπο με συμπτώματα Ανάγκης.

Η κοινωνική λειτουργός δίνει οδηγίες
που δεν ακολούθησα ποτέ.
Πέρασαν τόσοι αξιόλογοι Πατριοί και Μητριές.
Δε συνεργάστηκα.
Δεν.
Έφευγαν οι τρόφιμοι,
ο ένας μετά τον άλλο.
Έφευγαν οι υπάλληλοι,
μου παρέδιδαν τα κλειδιά.

Ξεκλείδωνα μανιωδώς όλες τις πόρτες.
Ξεγεννούσα τις εγκυμονούσες Αίθουσες Μοναξιάς
γεννιόντουσαν Φόβοι
τους τύλιγα όλους με τα ρούχα μου
τους θήλαζα με ζεστό από τον πυρετό ιδρώτα
γινόμουν Μάνα ξανά και ξανά
ξεχείλιζε η Μητρότητα από τα παράθυρα του Ορφανοτροφείου
ποτίζονταν οι κερασιές στο πίσω προαύλιο
κι έβγαιναν πεινασμένοι οι Τρελοί
μάτωναν τα κεράσια με δαγκωματιές
λέρωναν τα χέρια, το στόμα, τ' ανθάκια μιας αθωότητας.

Τόσο δύσκολο να 'σαι μητέρα και παιδί μαζί
να κουβαλάς μέσα σου υιοθεσίες,
τρελούς κι ορφανούς Εαυτούς.
Δεν σε υιοθετεί κανείς
και σου μένει να υιοθετήσεις όλο τον κόσμο
που ορφανός κάθε βράδυ
κρύβεται στα υπόγεια ενός Ορφανοτροφείου
του οποίου τα κλειδιά
μόνο εσύ κατέχεις.




Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Πρώτη σύνθεση αρχάριου Εαυτού...




Μετά την εγγραφή στο τμήμα αρχαρίων, ακολουθεί το πρώτο μάθημα. Ο δάσκαλος παλεύει να καθαρίσει τις φλέβες στον καρπό μου από αδέξια γρατζουνίσματα και τις φωνητικές μου χορδές από ουρλιαχτά. Χαμογελώ ήρεμα, σαν ανίατος ασθενής προς τον γιατρό του, που παλεύει να τον σώσει...

"Δε σώζομαι... δε σώζομαι" 
τραγουδά μέσα μου η ηχώ.

Ακίνητη δίνω σήμα στον Μαέστρο της εσωτερικής μου Μελωδίας να συγχρονίσει τα παράξενα μουσικά μου όργανα. Ανταποκρίνεται άμεσα. Με κυριεύει ένα άγριο ρίγος. Τρίζουν τα δόντια, ταλαντώνεται με αρρυθμίες η καρδιά, γουργουρίζει η γατίσια πείνα μου και η γλώσσα εμμένει σε έναν αυτιστικό συλλαβισμό επανάληψης, ενώ οι εισπνοές / εκπνοές κουρδίστηκαν ανάποδα, για να πνίγουν την ανάσα μ' ένα μουγκρητό φυλακισμένου ζώου.

Στρέφω το βλέμμα μου στο παράθυρο. Τα κάγκελά του μία άρπα, πάνω στην οποία κανείς ποτέ δεν συνέθεσε καμία απόδραση. Ολόκληρη γίνομαι μία Άρνηση που ποτέ δε συνεργάστηκε με τη μουσική. Με παραφωνία αγγίγματος και φάλτσο εαυτό χαϊδεύω τις φλέβες στον καρπό μου. Ρυθμικά τεντώνομαι ως το παράθυρο και στην ανέγγιχτη άρπα του συνθέτω Κόντρα Μελωδίες, την ώρα που ο δάσκαλος μουσικής ενδοφλέβια μου χορηγεί μεγάλες δόσεις Αρμονίας.

Του επιτρέπω να κάνει το κομμάτι του στο σώμα μου. Υποταγή της ύλης.
Συνεχίζω να συνθέτω με Ψυχή, και καθώς σπάνε ένα ένα τα κάγκελα λευτερώνονται από μέσα μου όλες οι άγριες φωνές που έπνιγα από παιδί. 



Σπρώχνουν το σώμα μου στο προαύλιο. Μου επιστρέφεται στο χέρι το ποσό της εγγραφής και μου απαγορεύεται εις το μέλλον η είσοδος στο Ωδείο.



Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Περιμένοντας την ΠανΣέληνο



Η φωτογραφία εκλάπη από ΕΔΩ:
http://pas-steak.deviantart.com/art/Try-to-catch-the-Moon-98591950

Το είχα βάλει σκοπό να γειώσω στο χώμα μου τη Σελήνη.  Τόσες ζωές την κοιτούσα από το  κελί μου, λαχταρώντας να με διαπεράσει το ρεύμα της φωταγωγημένης ώχρας. Να μεταλάβω στο σφαιρικό μου κύτταρο την Κορύφωση του Κύκλου της, που τόσο μοιάζει με τον Κύκλο της Γυναίκας και της Ζωής. 

Τόσο καιρό μού έπνιγε με ασφυξία τον λαιμό η φεγγαράδα, που σαν λεπίδα χάραξε το σκοτάδι μου. Ανέβαινε μέσα μου η θερμοκρασία, έπεφτε έξω το θερμόμετρο. Έπαιζαν με τις αντοχές μου οι θεοί και οι δαίμονες, τρελαίνοντας τον διακόπτη: Καλό/Κακό. Ο αέρας πηχτός και το στόμα γεμάτο από έναν κακομαγειρεμένο χυλό αιώνιας πείνας και στυφής μοναξιάς. Η Σελήνη αμόλυντη άπλωνε στο σκοινί του χρόνου τα βρεγμένα όνειρα του κόσμου. Την ερωτευόμουν. Την μισούσα. Ήθελα ν' απλώσω το χέρι να την φτάσω, να της κόψω κομμάτι, να γλυκάνω με χλωμό φως το στόμα μου... μα μου έλειπαν κομμάτια.

Σε πειράματα που κόβουν την Ανάσα, πρέπει να είμαστε 2. Να συμπληρώνουμε εισπνοές ο ένας στον άλλο. Να με ολοκληρώνεις, όταν διαλύομαι. Να με γλιτώνεις, όταν η θνητή μου μόνωση καταστρέφεται από τα υψηλά
Volt μιας τρέλας. Να σε θέτω σε κίνδυνο. Να με θέτεις υπό την προστασία σου.
Άνιση η συμπόρευση. Ξέρω. Εσύ ο πολύτιμος. Εγώ η τρελή. Θα σου ζητήσω να πατήσω στους ώμους σου, να φτάσω πιο κοντά στη Σελήνη. Μη μου αρνηθείς.

Με αντέχεις. Διαβάζεις το χάρτη  και επιλέγεις συντεταγμένες πλούσιου υπεδάφους. Μου ανακοινώνεις. 

Υπάρχει ένα νησί στο ποτάμι. Οι κυνηγοί, που στήνουν παγίδες σ’ ό,τι ματώνει, το γνωρίζουν καλά. Για να φτάσεις ως εκεί, πρέπει να απλώσεις γέφυρα το κορμί,  να περάσει από πάνω του ο Εαυτός.
Τους οπλισμένους τους υποδέχονται κραυγές νεκρών ζώων. Τους αθώους τους υποδέχονται τα νεογνά μιας αγέλης ανθρώπων υπό εξαφάνιση. Ανθρώπων, που μάλλον δε γεννήθηκαν ποτέ. Στοιχειά.

Είναι σημαντικό να γίνουν όλα σωστά. Στην όχθη ξεντύνουμε τον Εαυτό από τα κουρέλια του πολιτισμού και με χούφτες ντυνόμαστε με ΠανΣέληνο ποταμίσιο νερό, ραμμένο στα μέτρα μας.  Αν δεν μουσκέψει το χώμα μας, πώς θα μας διαπεράσει λυτρωτικά το σεληνιακό ρεύμα?...

Ετοιμάζω την γεφύρωση του κυκλώματος. Γειωτής μία παράξενη αλυσίδα, που περνά από το στομάχι μου και καταλήγει διχαλωτή στη γλώσσα και  στην παλάμη μου. Μία διατροφική αλυσίδα με κρίκους από κραυγές σφαγιασμένων ζώων και ανθρώπων, που θυσιάστηκαν, με την ανοχή μου, για να εξελιχθεί ο ματωμένος αυτός κόσμος. Θα πληρώσω για όλα τα χρόνια της σιωπής μου, της παθητικής μου συνενοχής, του εγκλεισμού μου στο χρυσό κελί των βολεμένων. Διάλεξα τρόπο πληρωμής. Να με διαπεράσει, έτσι υγρή όπως είμαι από τα δάκρυα και από το ποταμίσιο νερό, το ΠανΣέληνο ρεύμα. Άσε με να φτάσω ψηλά και ν’ αγγίξω με βρεγμένα χέρια το Φεγγάρι. Άσε να με τινάξει λιπόθυμη στο κενό. Μαζί σου δε φοβάμαι. Μαζί σου δε διαλύομαι. Μαζί σου αντέχω.

Τεντώνω το χέρι να γαντζωθεί ο αντίχειρας στο μπαλκόνι της Σελήνης…
Μυρμηγκιάζω. Κόβεται η Αναπνοή μου. Υψώνομαι. Γειώνομαι. Πεθαίνω.

Βρισκόμαστε στο κέντρο του νησιού, στο κέντρο της γης, στο κέντρο της αγκαλιάς.

Σε πειράματα που κόβουν την Ανάσα, πρέπει να είμαστε 2. Να συμπληρώνουμε εισπνοές, ο ένας στον άλλο. …
Σε θέτω σε κίνδυνο. Με θέτεις υπό την προστασία σου. Άνιση η συμπόρευση. Ξέρω. Εσύ ο πολύτιμος. Εγώ η τρελή. Θα σου ζητήσω να μ’ αγαπάς. Μη μου αρνηθείς. Έχω συναινέσει σε πολλά εγκλήματα αυτού του κόσμου. Μα είμαι έτοιμη ν’ αλλάξω.




Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Κρυψώνα






Πάνω που βρήκα την καλύτερη κρυψώνα
καταχώνιασα Εαυτό και Μυστικά
στρίμωξα τα ποδαράκια να μη φαίνονται
τύλιξα πάνω μου το φόρεμα
έπλεξα πλεξούδες μην ανεμίζουν τα μαλλιά
κράτησα την ανάσα σε ανεπαίσθητο ρυθμό
έκρυψα την καρδιά με τις παλάμες
μην ακούγεται...
Εκεί που είπα "Κρύφτηκα απ' όλους και όλα"
στάθηκες μπρος στην ρωγμή
απ' όπου κοιτούσα τον Κόσμο
και ψιθύρισες
"Άσε με να κρυφτώ μέσα σου".
Τί επιλογή είχα να σου αρνηθώ?...

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Ανοιχτή επιστολή κλειστoύ Τύπου...



Τηλεγραφικά πια. Δεν γράφω, παρά μόνο για να σωθώ. Αγγίξαμε την τελειότητα της φθοράς και εξοικειωθήκαμε με το μαστίγιο. Τόσο, που μοιάζει βάσανο η καθυστέρηση της πληρωμής.
Ντύθηκα σεμνά και γονάτισα μπρος στο εικόνισμα. Στην κορνίζα μπρος στο καντήλι μία παιδική μου ζωγραφιά. Ο πρώτος μου έρωτας. Τον εκμαύλισα επαρκώς. Με αφόρισε κι όλες του οι κατάρες κομποσκοίνια στον καρπό μου. 

Δεν φταις εσύ, λοιπόν. Είχα βεβαρυμένο ιστορικό αυτοκαταστροφής. Έπρεπε να με ξεντύσεις πριν μ' ερωτευτείς. Κάτω από τα διάφανα γάντια, μαύρα τα νύχια από το χώμα που σκάβω κάθε χάραμα για να βγω από τον περιφραγμένο  παράδεισο μιας Μοναχικότητας που δεν αστειεύεται. Κάτω από το επίσημο φόρεμα, ένα κορμί  γεμάτο εκδορές και ρυτίδες, από τη σκαπάνη που ο Αιχμάλωτος Εαυτός  χρησιμοποιεί για να ξεφύγει από το σώμα μου.
Έπρεπε να με ξεντύσεις από τη βιτρίνα μου πριν μ' ερωτευτείς. Μέσα μου πολυώροφα κάστρα σκοτεινής περιήγησης, με Φόβους - Τρωκτικά για φρουρούς. Γεμάτη άβατα πατώματα Μοναξιάς. Υπόγεια, ισόγεια και ρετιρέ. Καμία πολυτέλεια. Άρωμα από εγκατάλειψη. Και στα μπαλκόνια, χωρίς κάγκελα, χωρίς προστασία, ένας γκρεμός.
Στην πίσω αυλή θάβομαι κάθε σούρουπο. Δίπλα στις ρίζες του γενεαΛογικού μου δέντρου. Να θρέφονται οι παραλογίες μου από τεκμηριώσεις. Το χάραμα, με τον νεογέννητο Ήλιο να σκάει μύτη απ' τον ορίζοντα, σκάω μύτη από το βούρκο.
Περιποιούμαι στον καθρέφτη της Παραπλάνησης. Κάρβουνο στα μαλλιά και λίπασμα στα μάτια. Φυτεύω βλέμματα και δαγκώνω τα χείλη για να κοκκινίσουν. Δεν φοράω κραγιόν. Με ξέρεις. Μ'  ένα λιπαντικό γυαλίζω τις επιφάνειες και τα δόντια. Το λευκό των ματιών με οξύ λεμονιού... Κι αντέχω. Δε δακρύζω ποτέ. Ξέρω ποια λάθη πληρώνω και το φχαριστιέμαι στο βασανιστήριο... γελάω. Μαζοχίζομαι μπρος στην απειλή της τιμωρίας και σαν νιώθω στην πλάτη κεφάλια ερπετού, τις υγρές τούφες των μαλλιών, ενισχύω τα αγγεία με αίμα, να μην μείνουν πεινασμένοι οι επιστρατευμένοι στρατοί των Αγγέλων.


Ξέρεις. Είναι καλοί οι Άγγελοι με όποια μορφή κι αν εμφανιστούν. Έρχονται να συνετίσουν με τιμωρία. Θέλουν να με γλιτώσουν από το Τίποτα, από την θηλιά του παραμυθιού μου που φλερτάρει μόνιμα με τον λαιμό μου...


Ο μόνος τρόπος αντίστασης είναι να δείξω πως απολαμβάνω αυτό το Θάνατο.
Η μόνη άμυνά μου είναι, την ώρα που το Θηρίο ανοίγει το στόμα του για να δαγκώσει τον καρπό μου, να πιέσω με όλη μου τη δύναμη το χέρι μου, ώστε να του κοπεί η αναπνοή και να ματαιώσει το Δάγκωμα...
και μετά έρχεται η σειρά μου να δαγκώσω...


Όλους τους Ρόλους μου τους λάτρεψα. Σ' όλες τις σκηνές της Ζωής πέθανα με ειλικρίνεια. Σ' όλα τα χειροκροτήματα υποκλίθηκα με ευγνωμοσύνη. Χάρισα τα Έσοδά μου, νομίσματα Δύναμης κι Αντοχής, στους φτωχούς της Γης...

Δεν απαλλάσσομαι από Αυτό που με περιμένει, παρασύροντας μαζί μου σ' ένα  αυτοσχέδιο μνήμα τον Εραστή της Μοναξιάς μου. Εκείνον που ερωτεύτηκε το μαύρο μου πιο πολύ από το κόκκινο.  Εκείνον, που εκεί, κάτω από το χώμα, πέρα από τη φαντασία που τριγυρνά αδέσποτη στους δρόμους της πόλης, πέρα από την σύγχρονη απομόνωση των τρελών, ξέρει να αγκαλιάζει τη Ζωή με τρυφερότητα και να παρηγορεί τις Αυτοκαταστροφές μου...






Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

...εσωστρέφεια...



Όταν οχυρώνεται ο Στεγανός Εαυτός, 
περιμένω και ταυτόχρονα απεύχομαι 
να εμφανιστεί Εκείνος 
που κρατά το κλειδί ή το ... τσεκούρι...


Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Συνεργός...


Σ' έχω παρακολουθήσει
νύχτες τώρα.
Την ώρα που βαθαίνει ο ύπνος 
εσύ ξυπνάς.
Σηκώνεσαι απ' το κρεβάτι του θανάτου
παραμερίζεις τα άρρωστα σεντόνια του πυρετού
κατεβαίνεις τις σκάλες ως την Παράνοια
διασχίζεις το διάδρομο ως την εξώπορτα της Ζωής.
Στην αυλή του πιο σκοτεινού Φόβου
στρίβεις εκ δεξιών του Εαυτού σου.
Δεν κοιτάς πίσω ή γύρω.
Δε σε νοιάζει που παρακολουθώ.
Φτάνεις μπροστά στο σπίτι του σκύλου.
Σε περιμένει.
Σκύβεις και σκάβετε μαζί.
Αυτός στο χώμα.
Εσύ μέσα σου.
Αδειάζεις.
Τα μπάζα σου ρίχνεις
στη λακκούβα, στη γη,
και σφίγγει λουρί στο λαιμό σου
ο λυγμός.
Ο σκύλος σού γλείφει απ' τα δάχτυλα
το αίμα και την απόγνωση.
Τραβά με τα δόντια το λουρί σου,
σε λευτερώνει απ' τα δεσμά.
Κάθε βράδυ το ίδιο σκηνικό.
Ξαπλώνεις στην αγκαλιά του
και κλαις.
Όλη νύχτα κλαις.
Όλη νύχτα πλησιάζω.
Ποτέ δε φτάνω.
Ποτέ δε φτάνω στην Αγκαλιά.
Όταν επιστρέφεις
ξαπλώνεις δίπλα μου.
Βεβαιώνεσαι πως κοιμάμαι,
χαϊδεύεις το λαιμό μου
και σκύβεις στο αυτί μου ψιθυρίζοντας:
"Αύριο θα πάρουμε ακόμη ένα σκύλο.
Θηλυκό."