Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Ο Νους που επινόησε μία Ιδέα, ποτέ δεν επιστρέφει στις προηγούμενες διαστάσεις του.

Η ευθύνη..

~Η ευθύνη~
Για ό,τι γράφεται σ'αυτό το χώρο δεν ευθύνεται το χέρι που γράφει.
Ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο το Κίνητρο, που αδράχνεται μέσα από το σωρό του Μεγάλου Τίποτε,
από το ... χέρι που γράφει.

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Η πλάνη του Ξεχνιέμαι...



Να κλείσω το ραδιόφωνο!
Καθώς τρέχουν έξω τα τοπία
σε υποκαθιστά επαρκώς,
μου πιάνει κουβέντα,
με συνοδεύει στο κενό.
Οδηγώ τυφλή
προς ένα αδιέξοδο ζωής
και η μουσική επένδυση
δημιουργεί την πλάνη του ταξιδιού.
Κλείνω το ραδιόφωνο
για να νιώσω την απουσία σου θηρίο
μέσα στο αυτοκίνητο
μέσα στη σιωπή
να με κατατρώει
πριν στρίψω στο επόμενο Ξεχνιέμαι.
Χωρίς μουσική
χωρίς τέμπο
χωρίς χορογραφία
βουβοί λυγμοί
καταβροχθίζουν σάρκες και εσώψυχα.
Αλλάζω συχνότητα Εαυτού
με σπρώχνω να έρθω να σε βρω
τώρα
πριν αρχίσω να ξεχνιέμαι
μέσα στη σιωπή
και μέσα στην μοναξιά μου...





Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Γεράκος Νο3



Ο Γεράκος λάτρευε τη βότκα και τον καπνό. Μ' αυτά εξάγνιζε τον κόσμο. Κάθε βράδυ έφτιαχνε έναν σωρό απωλεσθέντων ανθρώπων έξω από το καλύβι του και τους περιέχυνε με αλκοόλ μέχρι να εμποτιστούν οι μοναξιές τους με την λήθη της μέθης. Έπειτα μ' ένα σπίρτο έβαζε φωτιά στο παρελθόν που κουβαλούσαν τα κορμιά τους  και λευτέρωνε τις ζωές που μέναν φυλακισμένες στην καταδίκη των αζήτητων ονομάτων τους.
Καθόταν ως το ξημέρωμα στο πλάι και με βαθιές εισπνοές ιεροτελεστίας αποχαιρετούσε τους χαμένους της γης, που άφηναν στο καλύβι του τα περασμένα και κινούσαν το χάραμα για νέες πατρίδες, γυμνοί, αδέσποτοι και ελεύθεροι από παλιές προσμονές, ψάχνοντας από την αρχή όσα ποτέ δεν βρήκαν...
Ο Γεράκος λάτρευε τη βότκα και τον καπνό και σαν έφευγε και ο τελευταίος φιλοξενούμενος περιέχυνε με αλκοόλ και πυρπολούσε τον Εαυτό του, αποχαιρετώντας τον μέσα στη μέθη της λήθης του...



Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Άνω Κάτω


Το 'χω διασταυρώσει:
Οι άστατες μετεωρολογίες μου ξεκινούν όταν ο καιρός τριγύρω είναι αίθριος... Τότε αρχίζω να βαριέμαι τους καλούς οιωνούς, που βεβαιώνουν πως ο καιρός έτσι θα μείνει...

Βουτάω τα δάχτυλα ως το μεδούλι της ενοχλητικά νεκρικής σιγής του καλοκαιριού και αναμοχλεύω το σύννεφο... Του ξεγεννώ κάτι καταιγίδες με κεραυΝούς πάνω από την ήρεμη θαλασσίτσα των διακοπών του κοσμάκη...

Κάθονται οι λουόμενοι ακίνητοι σωματικά και νοητικά στις αποξηραμένες παραλίες. Δεν αναπνέει κανείς. Το κύμα προβλέψιμης στάθμης. Ο ήλιος αντιμετωπίσιμος με αντηλιακά υψηλής προστασίας. Ο έρωτας κορυφώνεται με personal messages, χωρίς κίνδυνο μετάδοσης ΣΜΝ και χωρίς να ελλοχεύει ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες... Όλα εκ του ασφαλούς...
Δε θα πολλαπλασιαστεί αυτό το ανίκανο είδος μας!.... Να και κάτι θετικό μες στην αβάσταχτη σταθερότητα των προβλέψιμων σεναρίων!...

Εξαίρεση οι σχιζοφρενείς της Ποίησης...
Γαμώτο... αυτοί γονιμοΠοιούνται από μόνοι τους!... Ερμαφρόδιτα σαλιγκάρια αργοκίνητου ΚινδύΝου...
Στους καύσωνες ανάβουν τα κάρβουνα... Άπνοια στην άπνοια, μπας και ουρλιάξουν κάποια στιγμή οι ασφυξίες του Ανθρώπου......

Το έχω διασταυρώσει:
Οι μηχανορραφίες μου ευδοκιμούν -με καταπληκτική απόδοση σοδειάς- στον πίσω κήπο του μυαλού μου, όταν ο καιρός της Ζωής είναι αίθριος και βαριέμαι τις ασφυκτικές του επαναλήψεις...



Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Απόπειρα Διάσωσης...





Στα στέκια, όλοι οι θαμώνες μοιάζουν σαν σιαμαίες φάρσες ενός αστείου κόσμου που κάθε βράδυ επαναλαμβάνεται και πλέον δε γελά κανείς....
Στα απόμερα, όλοι οι περιθωριακοί ταυτίζονται με το χαμένο όνειρο που επιμένει να αποστασιοποιείται από την πραγματικότητα...
Στα στέκια, η νύχτα είναι μία γκόμενα, με μπόι άνω του μετρίου, θελκτικά μεθυστική και λιποθυμικά μεθυσμένη...
Στα απόμερα, η νύχτα σωριάζεται αναίσθητη μπροστά από τα φώτα κάποιων περαστικών περιπολικών, μετά από χρήση νοθευμένης ουτοπίας.
Αν αποφασίσεις να βγεις, σώσε τη νύχτα...
Όσο κι αν την έχουν ποδοπατήσει τα δωδεκάποντα, όσες γόπες κι αν έχουν σβήσει στο κορμί της τα σκαρπίνια, αναπνέει ακόμη και ονειρεύεται εκείνο το πρωί, όπου θα θυμάται και δε θα ντρέπεται να διηγηθεί όσα συνέβησαν στις μικρές ώρες της ξαγρύπνιας της...


Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Γεράκος Νο2




Ο ίδιος του δεν επιδιώκει επαφή. Οι άλλοι τον αναζητούν. Δεν τον πετυχαίνεις συχνά, μα είναι από κείνους που μετά την πρώτη γνωριμία τούς συναντάς παντού. Υπάρχουν οι άνθρωποι μέσα στα ίχνη τους. Σέρνει μοναχικά κάθε βράδυ το βήμα του έξω από τις λεωφόρους του μυαλού σου και επιμένει να σιγοτραγουδά εκείνα που θάβεις στο πίσω μέρος του κήπου σου.  Είναι ο ήρεμος κακός του παραμυθιού που δεν διαπράττει άλλο έγκλημα από το να σου θυμίζει όσα ξέχασες κι όσα αρνήθηκες. Είναι από κείνα τα δαιμόνια, που δεν πρέπει να κοιτάξεις στα μάτια, γιατί σε ανακρίνουν με αιώνια σιωπή. Καρτερικά, τόσα χρόνια, περιμένει να βγει ένας εξοργισμένος στο μπαλκόνι, να ζητήσει αιτίες. Φταίνε εκείνες οι απαντήσεις που του γρατζουνάνε το λαιμό και θέλει να τις συλλαβίσει, σαν από αυτές να κρέμεται η σωτηρία του κόσμου. 
Μα τα σπίτια πλέον δεν έχουν μπαλκόνια, οι άνθρωποι δεν εξοργίζονται πια, τα παραμύθια βρίθουν από κακούς και δεν έχουν τέλος. 
Ο Γεράκος δεν επιδιώκει επαφή. Μόνο -σαν ακούσει γέλια- υποκρίνεται πως κοιμάται, περιμένοντας ένα επίμονο παιδί να ταράξει τον ύπνο του, κλέβοντάς του όλες τις απαντήσεις.



Σάββατο 31 Μαΐου 2014

ΑλλαΓή Πορείας...


Η φωτογραφία την δανείστηκε το κείμενο από εδώ: 
http://www.dailymail.co.uk/sciencetech/article-2195275/Google-Street-View-The-random-anonymous-slices-life-captured.html



Στα μεγάλα ταξίδια γαντζώνεται ο Εαυτός από τη λευκή διαχωριστική γραμμή. Τόσο κουρασμένο το κορμί, ακολουθεί τα άλογα του οχήματος, σαν δεμένο κουφάρι που σέρνεται σε αποτρόπαιο πανηγύρι καταναγκασμών. Μεγάλα ταξίδια! Ύβρις να συγκρίνονται τ' ανόμοια. Γήινες πεπερασμένες διαδρομές, σε τεχνητούς δρόμους, με τεχνητά μέσα, προς τεχνητό προορισμό.  Ίσα ίσα μία φτηνή αφορμή για να γράφονται ποιήματα.
Φωτιά.
Σέρνω την φτέρνα στο οδόστρωμα. Πριν ματώσει ως το κόκκαλο δημιουργεί σπινθήρα πόΝου. Φωτιά. Ένας τρόπος για να μάθεις την αξία της Ύλης είναι να την πυρπολήσεις, να δεις πόσο καλό προσάναμμα είναι για το κρύο της ματαιόδοξης Ζωής. 

Οι ταχύτητες  καλπάζουν. Ασυναίσθητα κρατώ το χαλινάρι, όχι να για κατευθύνω το όχημα, μα για να μην εκσφενδονιστώ έξω από τον  Ιππόδρομο των προκλήσεων. Κάλπικες προΚλήσεις, φτιαγμένες. Σπασμένη έννοια. Κλήσεις αναπάντητες με ηχογραφημένη πρώτη φράση σταθερής χροιάς από τη φωνή μιας υπαλλήλου διαφημιστικής εταιρίας που πουλά καλές ευκαιρίες Ζωής. Δεν προλαβαίνω καν να αφήσω το χαλινάρι για να απαντήσω στο ακουστικό. 

Στα μεγάλα ταξίδια η λευκή διαχωριστική γραμμή ερπετοποιείται. Θρέφεται με το αίμα που χύνεται στα σημεία ατυχήματος. Φουσκώνει την κοιλιά και ωσάν εγκυμονούσα βάζει τρικλοποδιές στα λεωφορεία που κουβαλάνε ισοβίτες. Μόνο εκείνο το απροσάρμοστο αγόρι σκαρώνει γέννες. Καισαρικές. Καβαλάει το ποδήλατο, δένει στις πίσω ρόδες χαρτόνι για να κάνει σαματά και έναν σουγιά. Κάνει πηδάλι με όλη του τη δύναμη και πλησιάζει την λευκή διαχωριστική γραμμή τόσο, ώστε να μπήξει στο δέρμα της την αιχμηρή του Ελευθερία. Σκίζει την κοιλιά της... γεμίζει ο κόσμος τεμαχισμένες φωνές νεκρών ανθρώπων που έπεσαν στην ώρα του καθήκοντος..

Περνώ από το σημείο του συμβάντος. Εκκωφαντική η ταχύτητα της Ζωής μου. Τα άλογα μυρίζονται κίνδυνο, μα ο σακατεμένος νους μηδενίζει τις εξωτερικές δυνάμεις και ο νόμος της αδράνειας υπερνικά κάθε προσπάθεια για απότομο φρενάρισμα. Προσπερνώ, όπως προσπερνάς κάθε φορά που μία μάνα χαστουκίζει το μικρό της, όπως προσπερνάς κάθε που ένας αστυνομικός χτυπά έναν διαδηλωτή, όπως προσπερνάς κάθε φορά που ένα δικό σου παιδί πετά πέτρες σε ένα σκύλο... Προσπερνώ, μα η εικόνα καταγράφεται. 

Σε κάποιες κρίσεις ανθρωπιάς μου, κάτι βράδια συννεφιασμένου ουρανού, επιβραδύνω. Το μισό βράδυ πατώ φρένο για να προλάβω λίγο πριν το χάραμα να ακινητοποιήσω την Ορμή της Ζωής μου δεξιά του δρόμου. Φοβάμαι, βέβαια, μην στα Δεξιά πετύχω Εισπράκτορες που βιάζουν Κορίτσια, Ζωές, Δυνάμεις κι Αδυναμίες. Στ' Αριστερά του δρόμου η πρόσβαση είναι δύσκολη, μιας και ο δρόμος είναι διπλής κι αδιάλειπτης κυκλοφορίας. Παρκάρω στο κενό, δεξιά, και με ένα βλέμμα παραδομένο στην διάσπαση προσοχής που μου δίδαξαν επιτυχώς όλα τα επιταχυνόμενα αντικείμενα του ταξιδιού που πετάγονται από κάθε κατεύθυνση αιφνιδιασμού. Νιώθω τις Σκέψεις μου να παραπατούν εκτροχιασμένες, χωρίς να επιβραδύνουν στιγμή. Η μαστούρα έχει πολλές συνταγές και οι Ιθύνοντες μας πουλούν την καλύτερη πάντα σε ποιότητα. 

Παρατηρώ άρτιους ανθρώπους με τεμαχισμένες σκέψεις να αιμορραγούν ένα διάφανο τίποτα πάνω στην μαύρη άσφαλτο. Κανείς δε δικαίωσε το  καβαφικό του ταξίδι. Όλοι οι δρόμοι κουλουριάζονται στο τέλος σε έναν κόμπο σπαραχτικής αγκαλιάς ορφανού εμβρύου που στερείται μήτρας, ζεστασιάς και αγάπης.
Δε θέλω να πεθάνω λαχανιασμένη, ούτε ορφανή. Ο θάνατος λένε είναι συνυφασμένος με τον τρόπο που έζησες. 
Πλησιάζω στον κισσέ του Ταξιδιωτικού Γραφείου.
-Θέλω να ακυρώσω το εισιτήριό μου και να κόψω νέο για άλλο προορισμό.
-Αδύνατο! Έχετε ήδη χρησιμοποιήσει το εισιτήριο και είστε στα μισά της διαδρομής. 
-Θέλω να ακυρώσω το παρόν ταξίδι και να αλλάξω προορισμό και μέσο μετακίνησης.
-Αδύνατο! Είστε ήδη στην ουρά της κυκλοφοριακής αλυσίδας και ήδη με τη στάση σας δημιουργείτε σοβαρό πρόβλημα μποτιλιαρίσματος στους ταξιδιώτες που έπονται.

Ο Πατέρας μου στις υπηρεσίες του κράτους, κάθε φορά που ένας υπάλληλος επέμενε να του απαντά δογματικά χωρίς να κατανοεί το δικαίωμά του να ορίζει τα δρώμενα της Ζωής του, ανέβαινε στο γραφείο, τον έπιανε από το γιακά, πλησίαζε στο πρόσωπό του και του απευθυνόταν με εκείνη την αντρική φωνή της Ψυχής του:
-Κοίτα ανθρωπάκο του τίποτα, Ελεγκτή της εύρυθμης λειτουργίας αυτού του τρελάδικου, χρέωσέ με όσα θες για τον πανικό που προκαλώ, μα εγώ αποφάσισα Ακύρωση της Συνεργασίας και ούτε εσύ, ούτε κανένας μπορεί να με υποχρεώσει  να ακολουθήσω το πρωτόκολλο των απαγορεύσεών σας.

Με τα ίδια λόγια, με την ίδια χροιά Ψυχής, ακύρωσα τα μεγάλα γήινα ταξίδια που μου πούλησαν οι Ταξιδιωτικές Εταιρίες τους.
Δε θα πεθάνω λαχανιασμένη, ούτε ορφανή. 
Πήρα το σώμα μου μαζί μου αυτή τη φορά. Θα του μάθω να περπατά το Καβαφικό μου μονοπάτι κι ας ξεψυχήσει από Ποίηση...




Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Γεράκος...




Ο γεράκος κάθεται στην άκρη της γης. Έχει ακουμπήσει το αγκίστρι του στο πλάι. Δεν ψαρεύει πια. Πάει καιρός που έπαψε να νιώθει πείνα. Τελευταία φορά που λαχτάρησε, ήταν τότε που τα ψάρια ξέφευγαν. Τώρα τρέχουν να πιαστούν.
Πού και πού απλώνει το χέρι και αρπάζει έναν άνθρωπο από το βούρκο του κόσμου. Τον παρατηρεί να σπαρταρά, να μην μπορεί να αναπνεύσει έξω από το έλος, να επιμένει να επιστρέψει, τον λυπάται και τον πετά ξανά στα βρωμόνερα του παρόντος.
Ο γεράκος παίζει συχνά αυτό το παιχνίδι, γιατί έχει μία αγωνία ακόμη. Αν υπάρχει κάπου ένα παιδί που να γνωρίζει πώς να ξεφεύγει.



Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Η άγρια απόχρωση του ΚόκκιΝου...



Ερασιτέχνης ο Τρελός
διαστέλλεται και συστέλλεται
χοροπηδά ανάμεσα στις τεντωμένες πολυκατοικίες
όπου οι κυρίες άπλωσαν τα κουστούμια και τα εσώρουχα
των ιδρωμένων συζύγων τους.
Οι μπουγάδες μυρίζουν κακοποίηση.
Οι πολιτικοί καταθέτουν μήνυση
στην εταιρία του επώνυμου μαλακτικού
γιατί δεν έπιασε το κόλπο με την πληρωμένη Άνοιξη.
Οι μάνες απαρηγόρητες...
Δεν πέτυχε η συνταγή.
Τί θα ταΐσουμε τον κόσμο?
Οι Γιοι με σφεντόνες στα χέρια
στοχεύουν τον Τρελό που σκάει στα γέλια
για την κατάντια του κόσμου
και ταπεινώνει κι άλλο την γυναίκα
που δεν κατάφερε να βγάλει
από το παντελόνι, το πουκάμισο, το εσώρουχο του συζύγου της
τη δυσοσμία του Νέου Κόσμου.
Ο ερασιτέχνης Τρελός
διαστέλλεται και συστέλλεται
χοροπηδά ανάμεσα στα σκάγια
και με τις ματωμένες πατούσες του
λερώνει τα πεζοδρόμια
που μόλις χθες εγκαινίασε ο Δήμαρχος..
Απ' όπου περνά φυτρώνουν παπαρούνες
με μία Άγρια απόχρωση του ΚόκκιΝου
που τρυπώντας τα ρουθούνια των κυριών
ξεπερνά την ανοχή του Νόμου
περί προσβολής της Δημοσίας Αιδούς τους...


Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Παντομίμα...


Την παρακολουθούσαν μόνιμα από τις ρωγμές. Ένιωθε τα ζευγάρια μάτια σαν συγχρονισμένα δάχτυλα, δείχτης αντίχειρας, να της λαβώνουν  -αν ο Νους είχε στόμα- τη γλώσσα, για να καταγράψουν τα πάντα, όταν με αλήθεια ομολογούσε τα παραμύθια της. Υπήρχε κι ένας μονόφθαλμος. Εκείνος, με το βλέμμα σαν νύχι, της χάραζε τατουάζ στο γυμνό μπράτσο... πεινασμένους αετούς, λυσσασμένα σκυλιά, αποτρελαμένους ανθρώπους. Ήθελε να της δημιουργήσει φοβίες. Εκείνη όμως είχε μάθει το μυστικό της ηρεμίας. Έπαιζε μουσική με έγχορδο τον καρπό της.

Ήξερε και να κεντά. Με κλωστές έντυνε τους δαίμονες, να μην γυρίζουν γυμνοί μέσα στο κεφάλι της, και τους μάθαινε ταγκό και τον χορό των αγγιγμάτων.
Τα μάτια την παρακολουθούσαν, μερόνυχτα, καθώς μόνη της χόρευε με τους αόρατους. Την είχαν για τρελή. Το κελί ήταν στενό για τα μέτρα της, μα οι τρελοί ποτέ δεν υπάρχουν εκεί που είναι το σώμα τους. Στενό κελί το σώμα. Κρίμα να μην είσαι τρελός.

 Είχε συνηθίσει πως δεν ήταν μόνη πια και πέρασε ο καιρός που ντρεπόταν να ξεντυθεί. Όταν αποδεχθείς το Ρόλο, τότε απολαμβάνεις το Μεγάλο Σενάριο.

Τοποθέτησε στο τραπέζι το ραδιοφωνάκι και πάτησε το REC. Όλοι ανασκουμπώθηκαν, σαν να άρχιζε το έργο. Βουβός κινηματογράφος και οι παρατηρητές έπρεπε να μαντέψουν το ρόλο που υποδύεται, τους διαλόγους με τους αόρατους κομπάρσους, την εποχή  και την πρόθεση της τρελής...

-Είναι φορές που τοποθετείς ένα πειραματόζωο στο κέντρο και μελετάς τη συμπεριφορά του. Πώς νιώθεις λοιπόν;
-Σε έχω τοποθετήσει στο κέντρο και σε μελετάω.
-Δε με θυματοποιείς πια. Εγώ πάτησα το REC. Εγώ γράφω ...και καταγράφω.
-Εγώ σε παρατηρώ όμως. Δε νιώθω. Το ξέρεις. Επιστημονική καταγραφή κάνω και τηρώ τον όρκο μου. Δεν νιώθω.
-Δεν υπάρχει σύνορο που δεν ξεπερνιέται υπό συνθήκες αιφνιδιασμού.
-Τί είναι αυτό;
-Λύνεται σε 9 κομμάτια. Κοίτα.

Υποκρίνεται πως κρατάει ένα Glock 19 στα χέρια της και το λύνει σε χρόνο εκπαιδευμένου αστυνομικού ή αδέξιας τρελής. Έπειτα το δένει σε χρόνο λιγότερο απ' όσο χρειάζεται η σφαίρα να καρφωθεί στο μυαλό σου. Το γεμίζει και απαντά:
-Αυτά που δε φαίνονται να τα φοβάσαι. 
-Μόνο η σφαίρα σκοτώνει. Υποκρίνεσαι.
-Οπλίζει με συναίσθημα. Μην επιμένεις. Σκοτώνει.

Ξηλώνει το μανίκι της και φτερουγίζει στο μπράτσο της ο πεινασμένος αετός παλεύοντας να ξεφύγει από τα δόντια του λυσσασμένου σκύλου.
-Βλέπεις; Ο ένας πεινά, ο άλλος λυσσάει. Ποιος είναι ο πιο επικίνδυνος;
-Δε χορεύουν τα τατουάζ! Ψευδαίσθηση είναι.
-Πείνα και Λύσσα. Δεν έχουν σάρκα, μα σε τρώνε. Τα στομάχια των τρελών χορταίνουν με πλημμύρες. Τα μυαλά τους με τίποτε. Ψευδαίσθηση είναι?

Στρέφει την κάννη του αόρατου Glock 19 στο μάτι του μονόφθαλμου. Από ένστικτο πετυχαίνει ακριβώς τη ρωγμή απ' όπου την κοιτά. Τον καρφώνει με το βλέμμα της. Σκιάζεται και κλείνει βίαια το ένα του μάτι.
Εκείνη παίζει α μπε μπα μπλομ με την παιδική φωνή της:
-α μπε μπα μπλομ ... Γιατρός, Αστυνομικός, Πολιτικός, Δικαστής, Λαμόγιο, ο Γείτονας, ένας Δολοφόνος.... ίσως ο Δάσκαλος ή ο Εραστής ή ο Πατέρας ή ο Θεός...α μπε μπα μπλομ του κιθε μπλομ... Πάντα ένα αντρικό μάτι παραμονεύει παρακολουθώντας την Ζωή μας. Ποιος κρύβεται εκεί?... 

Σκίζει το ρούχο της και σε κάθε κομμάτι γράφει ένα νούμερο. Τραβάει τυχαία και μοιράζει χαρτάκια προτεραιότητας στους υποψήφιους δολοφόνους της Ζωής της. Τους ξεγελά. Μέσα από τις διόπτρες των ματιών τους όλοι στοχεύουν σ΄αυτό που βλέπουν. Εκείνη υπάρχει έξω. Έξω από το σώμα της, από το δωμάτιο, από το σενάριο... Στροβιλίζεται αργόσυρτα στο δωμάτιο και  κοιτάζει κατάματα όλους όσους κρύβονται -πιο αόρατοι από τα αόρατα δαιμόνια του μυαλού της.  Χορεύει γύρω από τον άξονά της και τραγουδά:
-Αυτά που δε φαίνονται να τα φοβάσαι
εισχωρούν μέσα σου, καθώς κοιμάσαι...

Ξηλώνει το μανίκι της και ξεπροβάλλει στο αριστερό της μπράτσο ο αποτρελαμένος άνθρωπος. Ο κάθε κατασκοπευτικός Παρατηρητής στο τατουάζ διακρίνει τον εαυτό του. Ο αντίλαλος με την παιδική φωνή επιμένει:
-Αυτά που δε φαίνονται να τα φοβάσαι
εισχωρούν μέσα σου, καθώς κοιμάσαι...

Όταν οι δολοφόνοι σου ξέρουν πως χειρίζεσαι τ' αόρατα καλύτερα απ' όσο εκείνοι τα ορατά, το σκέφτονται πολύ πριν στρέψουν τη διόπτρα τους πάνω σου. Κι όταν από λάθος συμβεί, δεν τολμούν ν' αποκοιμηθούν αν δεν διασφαλίσουν πως αποκοιμήθηκες πρώτη Εσύ...

-α μπε μπα μπλομ....
Φαίνομαι, δε φαίνομαι, απόψε...
Αυτά που δε φαίνονται να τα φοβάσαι
εισχωρούν μέσα σου, καθώς κοιμάσαι...

τικ τακ.... στο Clock 19 είναι ώρα για Παντομίμα...

 


Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Σμήνη


Περιμένω να βραδιάσει. Η μέρα τυφλώνει το μακρινό μου βλέμμα και υποκρίνομαι την μυωπική. Μέσα στα γυαλιά ζωγραφίζω με χνώτο αρκουδάκια, ομίχλη και νύχτα. Το βράδυ πετώ τα γυαλιά και ισορροπώ στα κάγκελα του μπαλκονιού με τα χέρια απλωμένα σε σταυρό, στο σχήμα της ελευθερίας του πετάγματος. Στην γωνία του μπαλκονιού υπάρχει μονοπάτι. Στην άκρη του, Δάσος.

Ήθελα ν' αγαπηθούμε μέσα από τ' αόρατα. Οι απτές πραγματικότητες απομακρύνουν, χωρίζουν, κι αν το καλοσκεφτείς εξαθλιώνουν και δολοφονούν. Κρατούν στα χέρια τους τα λουριά μας και κατευθύνουν απρόσωπα τις ζωές. Από μικρή ήθελα να το σκάσω απ΄αυτό το σμήνος αιχμαλώτων. Έτσι άρχισα να σκαρφαλώνω στους κορμούς των δέντρων, στα κορμιά των εραστών. Έψαχνα Κορυφή να το σκάσω από το φεγγίτη της ζωής. Μα κρατούν λίγο οι οργασμοί και δεν προλαβαίνεις να ροκανίσεις τα κάγκελα, να λευτερώσεις όλους τους Εαυτούς σου, να τους φυγαδεύεις έναν έναν στο Πέρασμα προς την ανείπωτη εκείνη Ελευθερία. Και μισή ή ημιτελής, ανάπηρη και ακρωτηριασμένη δεν πάω πουθενά. Προτιμώ να τυραννιέμαι στα γήινα, με προσποιήσεις επαναστάσεων και σενάρια εκτροχιασμού και με την ψευδαίσθηση του Αυτοβούλως, που πάντα ενεργεί καθώς πρέπει, εφόσον μαστιγώνεται από το καμτσίκι του καθήκοντος.

Μουδιασμένη κάθομαι στο κρύο και περιμένω να δω τα πουλιά. Περίεργος συγχρονισμός. Το βράδυ δεν κινείται κανείς, ούτε στους δρόμους, ούτε στους ουρανούς. Ίδιος Νόμος περί απαγορεύσεως της κυκλοφορίας. Κάτω και πάνω. Μέσα, σε κείνα τα μικρά διαμερίσματα, οι άνθρωποι προσποιούνται πως αγαπιούνται. Γδύνονται και ζεσταίνουν τα σώματα. Τρέμουν, λες κι όλα τα σμήνη των πουλιών, που δεν κυκλοφορούν στο σύννεφο, φώλιασαν μέσα στον κόρφο τους. Αγαπιούνται με φτερουγίσματα. Σαν το κοτόπουλο, που τρέμει μπρος στη σφαγή του, πριν γίνει σούπα. Μαγειρεύονται στα ζουμιά τους οι ανθρώποι. Στον πυρακτωμένο ιδρώτα, που έχει το ανάλογο για τον καθένα μας αλάτι. Νόστιμος μεζές. Μα ποιος θα σε φάει ως την Ψυχή, μάτια μου?... Έτσι, ώστε ν' αξίζει όλη σου η προσπάθεια για μαγείρεμα?...

Βραδιάζει και βρέχει. Αν και  το ημερολόγιο υποδεικνύει άνοιξη, χειμωνιάζει μία βαθιά μελαγχολία στο μπαλκόνι μου.  Μέσα σ' αυτή την ομίχλη, το μονοπάτι στη γωνία ζωντανεύει σαν οπτασία και το Δάσος στέλνει αγγελιοφόρους τα στοιχειά του. Στα επικίνδυνα μέρη, όταν σε καλούν τις νύχτες, να πηγαίνεις μόνος. Ο Φόβος είναι ένα σμήνος από φοβίες. Μικρά, ανατριχιαστικά, αδύναμα τρωκτικά, που συσπειρώνονται για ν' αποκτήσουν δύναμη. Κάτι που εσύ δεν έμαθες ποτέ. Στα επικίνδυνα μέρη, όπου σε καλεί μία βαθιά μελαγχολία, να πηγαίνεις μόνος. Έτσι, θα σε μεταφράσουν ως σμήνος από συσπειρωμένους Εαυτούς και θα σε σέβονται. Οι κανίβαλοι δε θα σε μαγειρέψουν. Δε θα σε φάνε ποτέ. Δε θα σε δουν σαν μία μερίδα κρέατος, που τρέμει με φτερουγίσματα λίγο πριν τη σφαγή του.

Δεν θα έρθω μαζί σου απόψε. Απόψε θ' αντιμετωπίσεις τη μοναξιά της διαδρομής με έναν μονόλογο αυτοδυναμίας, που παλεύει να παρηγορήσει το παιδί μέσα σου που κλαίει.

Από μικρή ήθελα να το σκάσω απ΄αυτό το σμήνος αιχμαλώτων. Από μικρός ήθελες ένα χέρι να κρατάς μέσα στο σκοτάδι. Σήμερα πριόνισα όλα τα χέρια της αλληλεγγύης. Φτάνει μ' αυτή την πλάνη. Σήμερα θα διασχίσεις όλο το σκοτάδι μόνος. Και αν φτάσεις στην άλλη άκρη της νύχτας ζωντανός, θα σε περιμένω, χωρίς τα γυαλιά μου, χωρίς το λουρί στο λαιμό, με το αρκουδάκι μου αγκαλιά και με έναν φεγγίτη ζωγραφισμένο στην Καρδιά μου για να το σκάσεις...