Μ' ένα υγρό σκοτάδι στο στόμα
κλάμα βουβό, βήμα ασάλευτο
συνοδεύω στολισμένους από τα χέρια μου
κλάμα βουβό, βήμα ασάλευτο
συνοδεύω στολισμένους από τα χέρια μου
επιταφίους
που εγώ τους σήκωσα στους ώμους
εγώ τους θρήνησα
εγώ ξάπλωσα μέσα τους νεκρούς μου
κι όταν σβήσανε τα κεριά
μαραθήκανε οι ανθοδέσμες
κάθισε η σκόνη στο δρόμο
σ' εκείνη τη στιγμή του κενού μου
που η πίκρα με σάρκα σκαλώνει στα δόντια
εκείνη τη στιγμή
που οι θνητοί περιμένουν την ανάσταση
τίποτε νεκρό δεν είδα να ζωντανεύει
μόνο μία κάμπια να σκίζει το κουκούλι μου
και αντί για φτερά να μου φυτρώνει νάρκες
και να με εκπαιδεύει να διασχίζω νεκροταφεία
δίχως να φοβάμαι το θάνατο
σαν αυτή να 'ναι η δική μου ανάσταση
η δίχως φόβο διαδρομή προς το Άγνωστο.