Πεθύμησα τη μύτη του μολυβιού
που κάρφωνε στο στόμα τη λέξη
πίεζε την τελεία
κι έσταζε αίμα στο χαρτί
η αλήθεια.
Τεντωνόταν στο φεγγάρι
σαν δάχτυλο
κι έδειχνε τους φυλακισμένους
με μολύβια κλειδιά
να δραπετεύουν σαν πουλιά
προς το άπειρο
ακολουθώντας σχεδιασμένες με το χέρι
τροχιές πλανητών
μιας τυχαίας που έμοιαζε διαδρομής
όπως ώρες ώρες λικνίζεται λες τυχαία
η σκέψη
στην άπνοια μιας απόγνωσης
ή στην πνοή μιας ευτυχίας
κι όμως τίποτε τυχαίο σ' αυτό το σύμπαν
όλα κινούνται ορμώμενα
από εκείνη τη βαθιά μοναξιά
του γράφοντος
που γράφει θα πεις
μα αυτός ζωγραφίζει
με το παράπονο του παιδιού
τρέμοντας πάνω σε λέξεις
σκαλωσιές
να φτάσει προσπαθώντας
τον εαυτό του
και να ξαπλώσει πάνω στο σκίτσο
της προσωπογραφίας του
που σχεδιασμένο στέκει στο βάθος
στο ύψος της μοναξιάς
περιμένοντας το μολύβι να πατήσει ξανά
το περίγραμμά του
μην σβηστούν με το χρόνο
τα ίχνη που οδηγούν πίσω
-ή μήπως μπροστά;-
στην παιδικότητα.