Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Ο Νους που επινόησε μία Ιδέα, ποτέ δεν επιστρέφει στις προηγούμενες διαστάσεις του.

Η ευθύνη..

~Η ευθύνη~
Για ό,τι γράφεται σ'αυτό το χώρο δεν ευθύνεται το χέρι που γράφει.
Ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο το Κίνητρο, που αδράχνεται μέσα από το σωρό του Μεγάλου Τίποτε,
από το ... χέρι που γράφει.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Η κούκλα



        Πήρε τη λεπτή κούκλα στα χέρια της. Με χειρουργικές κινήσεις έσκισε τα λαστιχένια πόδια και γέμισε τα κενά με συμπιεσμένο βαμβάκι δένοντας τα με γάζες. Με αιχμηρό αντικείμενο έκανε το ίδιο στο σκληρό πλαστικό της κοιλιάς και στα μάγουλα. Την έντυσε με αυτοσχέδιο φόρεμα και καπέλο. Διέκρινε μια παραμόρφωση, μα από απόσταση δικαίωνε την πρόθεσή της. Την έκρυψε στο σάκο της και κατευθύνθηκε στο πολυκατάστημα. Όταν την τοποθέτησε στην πρώτη σειρά πωλήσεων την παρακολουθούσαν  μόνο οι κάμερες. Η ασφάλεια μπορούσε να τη συλλάβει αμέσως, όμως στην επίβλεψη του καταστήματος ήταν μία πανέμορφη παχουλή γυναίκα που αστραπιαία θυμήθηκε τους παιδικούς της εφιάλτες. Εμφάνισε στη γιγαντοοθόνη  την "πειραγμένη" κούκλα χαμογελώντας βουλιμικά προς όλες τις ζωντανές και ψεύτικες ανορεκτικές κούκλες που στερούνταν ..νοστιμιάς!







Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Έστω ένα σκίρτημα



Είναι από τις στιγμές που δεν είναι προαιρετικό το σκίρτημα. Επιβάλλεται. Η νεκρική σιγή έχει γίνει μελωδία και οι τοίχοι ξεφλουδίζονται απ' το χρώμα τους. Τα γυμνά τούβλα σφυρίζουν πένθιμα εμβατήρια κάποιου μαυροφορεμένου πολέμου που έρχεται. Οι μελλοθάνατοι είναι ήδη νεκροί μέσα στο διαμέρισμά μου. Τους κρατάω ομήρους. Δεν χωρά διαπραγμάτευση. Δε θα ελευθερωθεί ποτέ κανείς. Εδώ θα πεθάνουμε, υπογράφοντας διαθήκη μας το ποίημα κι οι απόγονοι, που νεογέννητοι κλαίνε στην ποδιά της μάνας τους, ανίδεοι ή αθώα υποψιασμένοι για το διακείμενο, θα σκοτωθούν μαχόμενοι ν' αλλάξουν τον κόσμο, με κλαδάκια στα χέρια φοβερίζοντας τον μεγάλο εχθρό που δε χρειάζεται ποτέ να πλησιάσει. Παρακολουθεί από μακριά την παλικαρίσια ζεμπεκιά μας. Πετά γαρύφαλλα στο σαλόνι μας δι' αντιπροσώπου και χειροκροτεί το θάρρος μας να χορεύουμε πάνω από τους νεκρούς που δεν καταφέραμε να σώσουμε, καλοπιάνοντάς τους έστω να μάς καλωσορίσουν στο κατευόδιο. Σάς ερχόμαστε.  

Είναι από τις στιγμές που δεν είναι προαιρετικό, μα επιβάλλεται. Έστω ένα σκίρτημα. Σηκώνομαι ν' ανοίξω το παράθυρο. Το σκοτάδι πηχτό, αντιστέκεται. Σφυρίζει ένα μυρμήγκιασμα επώδυνης απώλειας. Με σημαδεύει με την κάννη της σκιάς ενός όπλου. Σκιά κι εγώ. Σκοτώνομαι. Λευτερώνονται οι όμηροι για να ξαναπεθάνουν λίγο αργότερα, σαν επίλογος ενός ποιήματος που γράφεται και ξαναγράφεται, όπως η ανθρώπινη ιστορία που επιμένει να γεμίζει σελίδες εμπόλεμης ζωής κι ας σε κάθε κεφάλαιο υπόσχεται πως την επόμενη φορά θα πολεμήσει μόνο για την Ευτυχία.







Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Μάχη




Είναι αυτά τα μακριά μαλλιά μου που προκαλούν τον άνεμό σου να φυσήξει μέσα στις τούφες τους μπλέκοντάς τα ακόμη περισσότερο με τις ανάσες σου. Δεν επιδιώκω να ξεμπλέξω. Πιο πολύ να τυλιχτώ θέλω. Μέσα σου. Ένας βρόγχος που σε πνίγει και ταυτόχρονα κλείνει το κύκλωμά σου, κάνει το ρεύμα σου να φωταγωγεί τον εγκέφαλο και σε εκτοξεύει έξω από τον εαυτό σου. Γεφυρώνεις στον ουρανό τα πυροτεχνήματά σου με τα δικά μου. Καλύπτεις το σύμπαν. Τα γυναικεία βεγγαλικά του μυαλού μου διαπερνούν τις αστραπές σου σκίζοντας το σκοτάδι της σιωπής που επικρατεί πριν το μεγάλο ξέσπασμα. Θα το γιορτάσουμε απόψε. Μόνοι όπως πάντα. Εγώ κι Εσύ. Αγριεμένα λιοντάρια που στην μανία του Έρωτα διεκδικούν ο ένας όλα τα κομμάτια του άλλου. Όλη η ένταση κλεισμένη στο κελί μας, που μετριέται ίσα με δύο ανάσες μήκος και πλάτος. Το ύψος του, όσο ο Θεός σου και η Αθεΐα μου συναθροιζόμενα. Τρίζεις τα δόντια σου. Ηγεμονικό αρσενικό που απαιτεί την υποταγή  μου. Τρίζω τα θεμέλια του σύμπαντος. Κυριαρχική γυναίκα που απαιτεί σεβασμό. Στους κροτάφους κροταλίζουν  οι φλέβες. Η συμπυκνωμένη ένταση εκτονώνεται. Ακαριαία εκτοξεύονται οι φλέβες σαν φίδια και δαγκώνουν το λαιμό στο πιο ευαίσθητο σημείο του. Αμοιβαία. Ίδιο θανατηφόρο χτύπημα. Σαν να σπουδάσαμε Επίθεση στο ίδιο στρατόπεδο. Σου το είχα πει "Αν ήμουν Άντρας, θα ήθελα να ήμουν Εσύ." Το πέρασες σαν στίχο μιας ποιητικής μου υπερβολής. Τώρα που έχω μάθει να πολεμάω σαν κι Εσένα, κατανοείς τον τρόπο που σε διδάσκομαι... τόσο καιρό μαζί σου.

Τρυφερό βρεφάκι αυτό το Μαζί και έχει μάθει να σκοτώνει, να καίει τα ίχνη, να θάβει τα φεγγάρια και τα νεκρά μας σώματα, να χορεύει πάνω στους τάφους μας, με τους κροτάφους του ιδρωμένους από το μακελειό και πάντα πριν το ξημέρωμα να μάς ξεθάβει από τα σπλάχνα της γης, νεκρούς τον έναν μέσα στον άλλο, συναρμολογεί τα κύτταρά μας, πάντα μπερδεύοντας κάποια δικά μου με μερικά δικά σου, ώστε στην επόμενη μάχη σκοτώνοντάς με να σκοτώνεις κάτι δικό σου, σκοτώνοντάς σε να σκοτώνω κάτι δικό μου και καθώς πεθαίνουμε πριν προλάβουμε ν' αρθρώσουμε ούτε μία λέξη να αγκαλιαζόμαστε, γιατί μόνο Μαζί μπορούμε να νικήσουμε όλους τους θανάτους που κρύβει ο Έρωτας.


--------------------------------------------





Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Δύο Κόσμοι


Στον δυτικό κόσμο
δεν άρεσε τούτο το ποίημα.
Δεν τους άρεσα
ούτε κι εγώ.
Με δίπλωσαν στα τέσσερα
στα οχτώ
και με στρίμωξαν στη μασχάλη
του ποιήματος
οδηγώντας μας στην εξώπορτα.

Συνεχίστηκε ο διαγωνισμός
αναζητώντας από τα εκατό
από τα χίλια
από τις δεκάδες χιλιάδες
το Ένα
το Καλύτερο
το Μοναδικό.

Επιστρέφοντας στον εαυτό μου
με ξαναδιάβασα
με ξαναέγραψα
τραγούδησα το στίχο μου
με χόρεψα ως τη διχάλα του διλήμματος
ως τον αντιπερισπασμό ενός ξεσπάσματος
ως το α μπε μπα μπλομ της ζωής μου
ως το σύνορο που χωρίζει
το δυτικό κόσμο
από τους ινδιάνους,
τις φυλές των νέγρων
τις φυλές του Αμαζονίου.

Χόρεψα ήρεμα
μ' ένα κροτάλισμα στα κόκκαλά μου
σαν να θέλω να αποδιώξω απ' το σώμα μου
το φόβο και την ανασφάλεια
του δυτικού ανθρώπου.
Να αποδιώξω το κόμπιασμα του ποιήματος
που βγαίνει στο σφυρί.

Στην άγρια γη
δε γράφουν ποιήματα
γιατί δεν υπάρχουν οθόνες
ούτε διαγωνισμοί
ούτε εκδόσεις.
Κατευθείαν τραγουδιέται ο στίχος
μ' έναν καλπασμό ψυχής
που οδηγεί το ποτάμι στο σύννεφο
και τον νεκρό στην αναγέννηση.

Χορεύοντας έφτασα στη διχάλα του Υ
κι ένιωσα πως Υπάρχω
σαν καθετί πολύτιμο μέσα σε Όλα.
Καθετί που από μόνο του είναι
το Ένα
το Καλύτερο
το Μοναδικό
χωρίς να χρειάζεται να το αποδείξει.

Κι έτσι άρχισα να αρέσω
στον Εαυτό μου
κι έκοψα τη συνήθεια
να γράφω ποιήματα για ν' αρέσουν!



:))





Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

Μολύβι




Πεθύμησα τη μύτη του μολυβιού
που κάρφωνε στο στόμα τη λέξη
πίεζε την τελεία
κι έσταζε αίμα στο χαρτί
η αλήθεια.
Τεντωνόταν στο φεγγάρι
σαν δάχτυλο
κι έδειχνε τους φυλακισμένους
με μολύβια κλειδιά
να δραπετεύουν σαν πουλιά
προς το άπειρο
ακολουθώντας σχεδιασμένες με το χέρι
τροχιές πλανητών
μιας τυχαίας που έμοιαζε διαδρομής
όπως ώρες ώρες λικνίζεται λες τυχαία
η σκέψη
στην άπνοια μιας απόγνωσης
ή στην πνοή μιας ευτυχίας
κι όμως τίποτε τυχαίο σ' αυτό το σύμπαν
όλα κινούνται ορμώμενα
από εκείνη τη βαθιά  μοναξιά
του γράφοντος
που γράφει θα πεις
μα αυτός ζωγραφίζει
με το παράπονο του παιδιού
τρέμοντας πάνω σε λέξεις
σκαλωσιές
να φτάσει προσπαθώντας
τον εαυτό του
και να ξαπλώσει πάνω στο σκίτσο
της προσωπογραφίας του
που σχεδιασμένο στέκει στο βάθος
στο ύψος της μοναξιάς
περιμένοντας το μολύβι να πατήσει ξανά
το περίγραμμά του
μην σβηστούν με το χρόνο
τα ίχνη που οδηγούν πίσω
-ή μήπως μπροστά;-
στην παιδικότητα.







Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Νεράιδα κάποιων Χριστουγέννων ενός μέλλοντος κοντινού




Ο χωματόδρομος ξηλώνεται από το έδαφος
σκαρφαλώνει στο γυμνό της πέλμα,
τυλίγεται στον αστράγαλό της
αναβάλλει την ευθυγράμμισή του 
με τον προορισμό του ταξιδιώτη,
γκρεμίζει τις γεωγραφίες,
θυσιάζει τη σταθερότητά του
και κολλά στο δέρμα της 
σαν λωρίδα από αρχαίο σανδάλι
τα πόδια της να προστατεύσει 
από τις εκδορές
κι όμως Εκείνη είναι ταγμένη 
να σπείρει αίμα 
στους κάμπους της ανθρωπότητας
φυτεύοντας στο τσιμέντο
την κραυγή του δέντρου
την πληγή του ζώου που αφανίζεται
και τη γνώση της ζωής που λησμονήσαμε
για να κατακτήσουμε 
όσα μάς κατέκτησαν.

-Κάθε άνθρωπος
ένα δέντρο κομμένο
σύρριζα
απονευρωμένος 
χριστουγεννιάτικα στολίζει
ένα σαλόνι ή ένα δρόμο
με στόμα νεκρό
συγχρονίζει τα χείλη
στην επανάληψη των ηχείων 
σε κάλαντα
και ευχές
που δεν εκπληρώνονται
ποτέ-

Ο χωματόδρομος μ' όλες τις μνήμες του
αγκιστρώνει τη μία του άκρη
στο σώμα της
και με την άλλη εισχωρεί αυθάδικα
στο κέντρο της πόλης
κάτω από τα πόδια των ανάπηρων παιδιών
που τρέχουν μόνο καθήμενα.
Ρυθμίζει τα χιλιόμετρά του
στην ταχύτητα ενός κυλιόμενου διαδρόμου
που γεφυρώνει το παρόν
με κείνα τα ελεύθερα χρόνια
που η Παιδικότητα σήκωνε τις πέτρες
απ' το σώμα της γης
συντάρασσε την αλήθεια των μεγάλων
και τα νερά σ' όλες τις λίμνες
ξυπνούσε τα τέρατα των μύθων
ζωντανέυοντας τον πλανήτη 
απ' άκρη σ' άκρη
μ΄ έναν πυρετό θαυμαστής επινόησης.

Στο τελείωμα αυτού του δρόμου
το μέτωπο της πυρακνωμένο 
λάμπει σαν φάρος 
στο επιμύθιο αυτού του κόσμου.
Γητεύοντας τις αρχαίες διαδρομές
καλεί με θροΐσματα 
τα δυσκίνητα παιδιά 
αυτής, της σημερινής, 
άγριας 
προβλέψιμα εορταστικής 
και ελεγχόμενης δυσκαμψίας
του Νου.

Περιμένει μετρώντας αντίστροφα
στα δάχτυλα ενός νεογέννητου βρέφους
που δεν θα δοξαστεί 
παρά μόνο αν δραπετεύσει από την ιστορία.