Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Ο Νους που επινόησε μία Ιδέα, ποτέ δεν επιστρέφει στις προηγούμενες διαστάσεις του.

Η ευθύνη..

~Η ευθύνη~
Για ό,τι γράφεται σ'αυτό το χώρο δεν ευθύνεται το χέρι που γράφει.
Ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο το Κίνητρο, που αδράχνεται μέσα από το σωρό του Μεγάλου Τίποτε,
από το ... χέρι που γράφει.

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Έξω, στη Ζωή...


Ήμουν καλή σε κάθε είδους Ποίηση. Προσποίηση. Παραποίηση. Εκποίηση. Ενεργοποίηση. Απενεργοποίηση. Μα μόνιμα μου διέφευγε η Πραγματοποίηση. Άμεσα συνυφασμένη με τη Ζωή,  και να απαιτεί ικανό συνεργό. Συμπέρασμα: μου έλειπε ο Συνεργός, την ώρα  που είχα έτοιμες όλες τις μακέτες υλοποίησης στο μυαλό μου.

Είχα προσποιηθεί επιτυχώς όλους τους αναλώσιμους Εαυτούς μου.
Είχα παραποιήσει όλα τα στοιχεία της προηγούμενης Ζωής μου.
Είχα προβεί ήδη σε εκποίηση των αντικειμένων της Αθωότητάς μου σ' ένα second hand bazaar στο ισόγειο της Κατάρρευσής μου.
Είχα ενεργοποιήσει όλα μου τα συστήματα ασφαλείας, ώστε να μην πλησιάσουν περίεργοι και περαστικοί το υπόγειο κάστρο μου τις ώρες που γράφω, αυτοκτονώ ή χορεύω.
Είχα απενεργοποιήσει το διαισθητικό μου GPS για να χάνομαι στους διαδρόμους του μυαλού μου.
Το μόνο που δεν είχα καταφέρει ήταν όλη αυτή την Ποίηση να την κάνω... Ζωή!

Καθόμουν αρκετή ώρα παιδικού χρόνου στην άκρη μιας ρίμας. Σκεφτόμουν "Να πέσω ή να μην πέσω;" Μισόχτιστο έστεκε το Ποίημα και η Ζωή μου. Δεν έπεσα. Δειλή! Ποτέ δεν ανακάλυψα το βάθος της Απόγνωσης. Οι σκιές με κρατούσαν στο Χορό και παίζαμε μαζί το "Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει" και το "Δεν περνάς κυρά Μαρία".
Όλες οι Γυναίκες έχουν μέσα τους μία Μαρία και μία Ελένη.

Έμενα δεμένη στο υπόγειο, σ' έναν ακίνητο χορό, αφήνοντας πού και πού το σώμα μου να κυκλοφορεί στην πόλη. Άρχισα να υφαίνω και να πλέκω. Στην ακινητοΠοίηση σκαρφίζεσαι τρόπους να σκοτώνεις το χρόνο, πριν σε βαλσαμώσει ο Θάνατος. Ανακάλυψα την Πηνελόπη μέσα μου. Ορφανή από Οδυσσέα. Τί τραγωδία! Να κεντάς φλέβες, να πλέκεις μαλλιά, να υφαίνεις στίχους, χωρίς έναν Οδυσσέα στην άλλη άκρη του ωκεαΝού σου!... και οι αρουραίοι να μιλούν τη διάλεκτο των Μνηστήρων αποσκοπώντας να ροκανίσουν το Σώμα σου!... Ω Δία!... πόσο ήθελα να υπήρχες και να έβαζες τάξη σ' αυτή την αδικία. Προσπάθησα τόσο να δικαιώσω τον στίχο, μα κυνηγήθηκα άγρια από τις Προχειρότητες. Κρύφτηκα. Αρνήθηκα δοσοληψίες. Με κατηγόρησαν για υπεροψία. Με έσυραν ενώπιον του Παιδικού Εαυτού μου. Δεν σήκωσα τα μάτια. Δεν... Κρίθηκα ένοχη... Μου στέρησαν την Είσοδο στη χώρα των ΥλοΠοιήσεων. Κατέρρευσα αγκαλιά με τις λιπόθυμες κυριολεξίες μου...

Πέρασα χρόνια σ' αυτή τη φυλακή. Κλεισμένη μέσα σε έναν τετραγωνισμένο κύκλο επαναλαμβανόμενης Ποίησης. Οι τοίχοι γεμάτοι στίχους.  Τα κελιά γεμάτα εγκλωβισμένους ανθρώπους με το σύνδρομο του Ποιητή. Νέο είδος ψυχωτικής ασθένειας. Κανείς δεν ήταν Ναπολέων. Όλοι ήταν Έλιοτ, Νερούδα, Ελύτης, Πλαθ, Σέξτον, Ρεμπώ, Μπωντλαίρ, Πολυδούρη, Σαπφώ, άντε ίσως και Γώγου, ή λίγο Άσιμος. Ήμουν κι εγώ μία τρύπια σκιά, πυροβολημένη από τα σκάγια του αθόρυβου σκοπευτή Εαυτού μου, που με κυνηγούσε στους εφιάλτες μου.

Πέρασα χρόνια σ' αυτή τη φυλακή, αυτού του στίχου.. Ήρθε ένα πρωί ο Δεσμοφύλακας και μου ανήγγειλε πως άλλαξε ο Νόμος και δικαιούμαι επανεξέταση. Το αίτημα προωθήθηκε αυτόκλητα και δικαιώθηκε. Αύριο το πρωί θα μουν ελεύθερη. Έξω από τον στίχο..

Πρωί?
Ποιο πρωί?...
Ποιανού χρόΝου?...

Μ' έπιασε μία Άρνηση. "Δε θέλω! Δεν θέλω να βγω! Καλά είμαι εδώ. Ξέρω να επιβιώνω μέσα στη Φαντασία. Μην με πετάτε στη Ζωή. Εκεί όλοι μου οι ήρωες πεθαίνουν. Εδώ θέλω να μείνω... Εδώ.... Εδώ.... Εδώ...."
Μέσα στα κλάματα αποκοιμήθηκα...

Ήρθε το Πρωί.
Ξύπνησα στο Δρόμο. Φτωχή. Πάμφτωχη. Με διαγραμμένο όλο τον προηγούμενο βίο των Ποιημάτων. Δακρυσμένη ακόμα. Διχασμένη, σαν η Ψυχή  να κινά για τις Αλήθειες και το Σώμα να αποζητά την ανάπηρη ακινησία του κελιού του...

Τρομαγμένη άρχισα να σκάβω το λίγο χώμα ανάμεσα στο τσιμέντο. Δέκα εκατοστά. Συνέχισα. Μισό μέτρο. Καλά είναι. Φύτεψα τα πόδια μου. Να βγάλω ρίζες. Να απλώσω κλαδιά. Να γίνω δέντρο, μπας και στο τετράδιο μιας Άνοιξης γίνω στίχος μιας Δικαίωσης.. Η Ζωή γελούσε. Ξεκαρδιζόταν. Με είχε στο κέντρο της Σκηνής και παρακολουθούσε τις αξιοθρήνητες επινοήσεις μου... Την πήρα χαμπάρι όταν με όλο το Ανάστημά της σηκώθηκε από τον εξώστη.

Εκεί ξεκίνησε ο μονόλογός μου:
Τόσα χρόνια κι ακόμα να μεγαλώσω. Ξέρω. Χρειάζομαι Φύλακα. Όχι σωματοφύλακα. Η Ψυχή μου κινδυνεύει. Συντηρώ μία αυτοκαταστροφή μέσα μου, που με τρώει. Χρειάζομαι έναν Φύλακα να με προστατεύσει από μένα, από τον Νου που σκηνοθετεί, από το χέρι μου που γράφει, από τους κομπάρσους Εαυτούς μου που με ζηλεύουν. Ειδικά τώρα που η Απόφαση ορίζει να ζήσω έξω από τα Ποιήματα, μέσα στη Ζωή...

Άκουσα την πόρτα πίσω μου ν' ανοίγει. Μπήκε στη Σκηνή της Ζωή μου ο Συνεργός... Εκείνος που έχει την Δύναμη να αλλάξει την κατεύθυνση της Χορογραφίας μου και να με συνοδεύσει έξω,  στη Ζωή...