..ζέσταινα τις χούφτες της στα χνώτα μου
αγκάλιαζα τις πατούσες με τους μηρούς μου
άφηνα ακάλυπτα τα νώτα μου
αφοπλίζοντας ήρεμα τους εχθρούς μου.
αγκάλιαζα τις πατούσες με τους μηρούς μου
άφηνα ακάλυπτα τα νώτα μου
αφοπλίζοντας ήρεμα τους εχθρούς μου.
Πλήρωσα μ’ αργύρια το θυρωρό
μου έδωσε αντικλείδι του κελιού της
κάθιδρη πέρασα το σύνορο
και βρέθηκα στην όχθη του κορμιού της.
Νύχια από χώμα, μελανιασμένα.
Πόσες είχε σκάψει αποδράσεις!
Την πέτυχα σε βράχια αγριεμένα
να ανεμίζει κύτταρα και μυών συσπάσεις.
Ήταν η σκιά της μισοσβησμένη
ήμουν κι εγώ μισή πανσέληνος
ξάπλωσα στο σχήμα της κουρελιασμένη
μήπως και σπάσει το άγριο κέλυφος.
Δεν ήταν άλλη παρά εγώ
σε ένα σύμπαν κακοφτιαγμένο
με ρίζες κομμένες από καιρό
και ίχνος θολό και παρερμηνευμένο.
Σαν θηρίου πληγωμένου το βήμα
με το αίμα στεγνό στην πληγή
ίσα που πρόλαβα πριν κοπεί το νήμα
κι έσταξα ζέστη στο κρύο κορμί.
Ταυτοποιήθηκε η αρχαία γυναίκα
κι οι ανασκαφές μου στο φως της σελήνης
σπάσαν όσα τις φορέσαν λουκέτα
κι έγινα, ή μήπως ήμουν, κομμάτι εκείνης.