Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Ο Νους που επινόησε μία Ιδέα, ποτέ δεν επιστρέφει στις προηγούμενες διαστάσεις του.

Η ευθύνη..

~Η ευθύνη~
Για ό,τι γράφεται σ'αυτό το χώρο δεν ευθύνεται το χέρι που γράφει.
Ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο το Κίνητρο, που αδράχνεται μέσα από το σωρό του Μεγάλου Τίποτε,
από το ... χέρι που γράφει.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Αυτοδίδακτη σε όλα...


Το πτώμα της βρέθηκε το πρωί. Αντί για κλειδί επιστροφής στο δωμάτιο, είχε στο χέρι ένα δοξάρι σε σχήμα ευθείας ράβδου που κρατούσε τεντωμένες τις τρίχες από κάθε ατύχημα Ζωής, όπου γλίτωσε παρά τρίχα. Αυτή τη φορά δεν πρόλαβε. Μέσα στο στόμα της βρέθηκαν αμάσητες νότες, μ' ένα πράσινο χρώμα μέντας να ευωδιάζει το νεκρικό της χαμόγελο. Στα νύχια της κομμάτια φρεσκοβαμμένου σφενδάμου. Είχε πρόσφατα αγοράσει το βιολί. Αυτοδίδακτη σε όλα. Μα την καλύτερη μουσική την έπαιζε με τον καρπό της. Το έγχορδο με τις φλέβες. Ερωτοτροπούσε με τις γαλάζιες αποχρώσεις τους, καθώς αυξομείωνε την ταχύτητα ροής στο κόκκινο υγρό, τοποθετώντας τον Εαυτό της στο κέντρο νοητικών σεναρίων ακραίων επινοήσεων.

Οι συνθέσεις της είχαν γεύση κι άρωμα. Τον ήχο τον αφουγκραζόταν μόνο αυτή, από μέσα της. Μα όποιος την κοιτούσε στη σύνθεση επάνω, μύριζε τον ιδρώτα της και την ηδονή που γέμιζε σταγόνες το στόμα της, τα μάτια και την ήβη της. Μπορούσες να μασήσεις τον αέρα που την ακουμπούσε και να γευτείς τη σάρκα της που σιγόβραζε στους υδρατμούς μιας αυτανάφλεξης. Όμως, ποτέ δεν επέτρεπε επισκέπτες. Το δωμάτιό της κλειδωμένο, απρόσιτο, δίχως θέα από έξω, με fume τζάμια, εκείνη να βλέπει,  μα οι έξω όχι. Και ο Εαυτός της το ίδιο. Fume αύρα, με ιδιότητες καθρέφτη. Διαθλούσε το είδωλο εκείνου που καθόταν απέναντί της. Εκείνη έβλεπε προς τα έξω, ο άλλος μόνο μία αντανάκλαση προσαρμοσμένη στο σχήμα του.

Εκείνο το βράδυ έβγαλε από τα συρτάρια, τα ντουλάπια, τα ράφια της όλα τα ξεχασμένα της κομμάτια. Ένα γράμμα στον εαυτό της από τότε που ήταν 15. Ό,τι μισοτελειωμένο είχε τοποθετήσει διπλωμένο σε στάση αναμονής, για ολοκλήρωση. Κάποια αναμνηστικά από μικρές εξορμήσεις και μεγάλες εξομολογήσεις. Φωτογραφίες από στοιχειωμένες συναντήσεις, όπου αυτή παρίστανε το φάντασμα που δεν δένει με τον περιβάλλοντα χώρο. Μόνο σε μία τα μάτια της είχαν κόρη πανσέληνη και λαμπύριζαν γατίσια μέσα στο σκοτάδι. Σε κείνη που δεν πρόλαβε να πάρει αναμνηστική πόζα και την έπιασε ο φακός σε στιγμή οργασμικής εξιστόρησης τρελών προσδοκιών ζωής. Απέναντί της ένας Μαέστρος  που συστήθηκε ξυλουργός. Ήξερε από ξύλα, δεν ήξερε από νότες. Τάχα. Παρθένο έδαφος μουσικής εμπειρίας, κι Εκείνη απλώθηκε. Ο Μαέστρος δεν τη διέκοψε ούτε μία φορά, ακόμη κι αν όσα έλεγε δεν είχαν καμία βάση ή θεμελίωση πάνω στη θεωρία της Αρμονίας. Εκείνη ύφαινε δικές της Αρμονίες, Αρμονικές, δικούς της Αρμούς και ένωνε τα πλακάκια των επινοήσεων απλώνοντας το χέρι στον ξυλοκόπο-Μαέστρο να τη συνοδεύσει ως το δωμάτιό της. Δέχθηκε.

Του έκλεισε τα μάτια. Φοβήθηκε μήπως απομνημονεύσει τη διαδρομή και την επισκεφτεί κάποιο ξεχασμένο απόγευμα. Δεν ήθελε επισκέπτες στο χώρο της. Άνοιγε μόνο όταν ένιωθε αυτή ανάγκη για επαφή και μόνο όταν αυτή η ανάγκη συγχρονιζόταν με μία παρουσία που μπορούσε να δοκιμάσει το λικέρ της και να μαντέψει σωστά την προέλευσή του.

Σέρβιρε λικέρ. Δεν είπε τίποτε σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψης. Έβγαλε από τα συρτάρια, τα ντουλάπια, τα ράφια της όλα τα ξεχασμένα, συλλεκτικά κομμάτια της. Πληγές στα γόνατα, μία πλεξούδα απ' τις παιδικές της τούφες, κηλίδες αίματος στο εφηβικό εσώρουχο, μπαλώματα στο δέρμα μετά τις ανύπαρκτες γέννες της, παλιά ράμματα από ένα ενδεχόμενο μαστεκτομής, μία ουλή αυτοτιμωρίας, ένα σημάδι κακοποίησης, ένα χαμόγελο γκρεμισμένο από τη σοφίτα, μία λούτρινη αγκαλιά, φωτογραφίες από στοιχειωμένες συναντήσεις, όπου αυτή παρίστανε το φάντασμα που δεν δένει με τον περιβάλλοντα χώρο.

Ο Μαέστρος της δίνει τη φωτογραφία που εν αγνοία της βγήκε σήμερα. Την προσθέτει στο λεύκωμα. Απλώνει τις σελίδες του να ξεφυλλίζονται με ταχύτητα play back. Μέσα στο δωμάτιο ξεπηδά από όλες τις εποχές της Ζωής της. Αυτή. Η ίδια σε όλες τις εκδόσεις του Εαυτού της. Δεν είναι Αυτή. Είναι πολλές.

Σκαρφαλώνει στο δέντρο. Ματώνει τα γόνατα.

Με το ψαλίδι ακρωτηριάζει τα μακριά μαλλιά της, μην σκαρφαλώσουν απ' το μπαλκόνι οι καλικάντζαροι στο δωμάτιο.

Κρύβεται στις κουβέρτες. Στην πρώτη της αιμορραγία. Γίνεται Γυναίκα.

Σπάνε τα νερά, ξεκινούν οι ωδίνες, κατεβαίνουν τα μωρά, μία κόρη κι ένας γιος. Κι ο ιδανικός άντρας να μην φτάνει ποτέ. Αυτή όμως φέρει όλα τα συμπτώματα εγκυμοσύνης, γέννας και αναθρέφει τα παιδιά της, σαν Ελεύθερους Εαυτούς της που κόβουν καθημερινά τον ομφάλιο λώρο. Μπαλώνει τις ρωγμές της.

Νοσεί. Κινδυνεύει. Απειλείται η ίδια, η Ζωή της, η Θηλυκότητά της. Το νυστέρι την επισκέπτεται κάθε βράδυ και την προετοιμάζουν για το χειρουργείο. Ολική νάρκωση, μα αυτή τα νιώθει και τα βλέπει όλα. Κανένα ναρκωτικό δεν την πιάνει. Μόνο η μουσική την ταξιδεύει πέρα από το σύνορο. Κλείνει τα μάτια. Παίζει μουσική και χορεύει ξαπλωμένη στο χειρουργικό κρεβάτι. Γλιτώνει το στήθος, χάνει τη φωνή της. Καλύτερο για μία Γυναίκα, ασυζητητί.

Περνά το σοκ. Διδάσκεται τη διάλεκτο της σιωπής και τις νέες νότες. Συνθέτει. Στα πρώτα στάδια βιάζεται να προλάβει όσα μαθήματα ζωής είχε χάσει. Είναι αυστηρή. Κάθε λάθος και μία αυτοτιμωρία. Μαστίγωμα με τις άγριες ουρές του Ρ που δεν μπορεί πια ν' ακουστεί. Λυσσασμένο ορμά πάνω της και εκδικείται για όλες τις γάργαρες σιωπές των βουβών ανθρώπων. Σφίγγει τα χείλη. Ματώνει ξανά, μα ξέρει ν' αντέχει στις αιμορραγίες.

Στις ηρεμίες  που ακολουθούν μετά τους κυκλοθυμικούς χορούς της, το σημάδι από την κακοποίηση του Κόσμου την φαγουρίζει αργόσυρτα, βασανιστικά. Του απλώνει καντούρι, δεν χάνεται. Στόμα έγινε και σχεδόν γελά.  Σπρώχνει τα παιδικά της χαμόγελα από τη σοφίτα. Τρέχει εκείνη να προλάβει να τα μαζέψει ετοιμοθάνατα και να τ' αναστήσει  με μουσικές. Τα κλείνει σε μία λούτρινη αγκαλιά. Χωρίς λόγια, χωρίς φωνή, με τρυφερά φωνήεντα μητρικής Δύναμης. Μητέρα αυτή του παιδικού Εαυτού της.

Ο Μαέστρος ακούει όσα του διηγείται, δίχως φωνή. Της δείχνει τη φωτογραφία που εν αγνοία της βγήκε σήμερα. Το λικέρ τελείωσε. Του δείχνει την πόρτα.
- Ρόδι, της είπε.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Μάντεψε σωστά.

Του δένει τα μάτια. Του ρίχνει στην τσέπη το κλειδί της. Αφήνει την πόρτα μισάνοιχτη. Τον συνοδεύει ως το σταυροδρόμι, όπου συναντήθηκαν οι Ζωές τους. Επιστρέφει μόνη. Αντί για κλειδί επιστροφής στο δωμάτιο, έχει στο χέρι ένα δοξάρι σε σχήμα ευθείας ράβδου που κρατά τεντωμένες τις τρίχες από κάθε ατύχημα Ζωής, όπου γλίτωσε παρά τρίχα. Αυτή τη φορά δεν πρόλαβε. Ίσως δεν ήταν ατύχημα. Ίσως απλά αποφάσισε να μετακομίσει. Πολύ καιρό είχε μείνει σ' αυτό το σκοτεινό δωμάτιο. Σ' αυτόν τον σκοτεινό Εαυτό. Δίψασε για Φως. Τον ακολούθησε...

Ο φωτογράφος που τράβηξε τις φωτογραφίες του πρώτου νεκρού Εαυτού της, ο ίδιος που τη φωτογράφισε εν αγνοία της. Πάλι εν αγνοία της φωτογραφίζεται, με αιτία θανάτου τα υψηλά decibel μιας Προσδοκίας, που δεν χώρεσαν στις φλέβες της...μα πρόλαβε το κλειδί της να το χαρίσει...




Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Ανέμισμα



Το φωτογραφικό στιγμιότυπο μού το έκλεψε μία ερασιτέχνης φωτογράφος, 
που είναι κομμάτι μου... 
-------------------------------------------


Βιβλίο "Δύσκολη Υιοθεσία", Εκδόσεις λεξίτυπον, 2018

Περπατούν άδεια ρούχα,
άδεια κορμιά
εγκαταλελειμμένα απ' τη σκέψη.
Ο Άνεμος βιαστικός,
σκοντάφτει στο πλακόστρωτο
ανοίγει το βαλιτσάκι
σκορπίζουν τα φύλλα
οι υπογραφές της Ζωής
τα φυλλοβόλα συμβόλαια
αορίστου χρόνου...
Γεμίζει ο δρόμος γραφειοκρατία.
Οι κοπέλες κρατούν τα φορέματα,
οι άντρες τα καπέλα.
Ο τροχονόμος σφυρίζει 
για προτεραιότητες οχημάτων.
Οι πεζοί οχλαγωγούν.
Μία βοή μυρμηγκιάζει
τον αέρα.
Ένα κορίτσι πέφτει νεκρό.
Το πλήθος μέλισσες
τρυπά και ρουφά νέκταρ
απ΄ τ' ανείπωτα της κραυγής της.
Κάποιος καλεί ασθενοφόρο,
κάποιος αστυνομία.
Πρώτος φτάνει ένας σπόρος
φυτεύεται στα μαλλιά της.
Δεν τον πήρε χαμπάρι κανείς.
Την μαζεύουν.
Την μελετούν οι ιατροδικαστές
την διαβάζουν οι παπάδες
την φυτεύουν στο χώμα.
Και σε χρόνο στιγμιαίου έρωτα
ανθίζει μέσ' απ' τα μαλλιά της
η σφαίρα.
Καρφώθηκε στο μυαλό της
σαν ιδέα
σαν καρφί
άνθισε σαν μπονσάι,
ευδοκίμησε σαν σεκόγια
μπουμπούκιασε ανθούς
κι ήρθε πάλι ο αδέξιος άνεμος
βιαστικός
να σκοντάψει μέσα στις φυλλωσιές
να σκορπίσει 
ένα άρωμα επιβράδυνσης
που φρενάρει την βιασύνη του κόσμου.











Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Εκείνη


ΒΙΒΛΙΟ "Συνεργός", Εκδόσεις Ars Poetica, 2015

Κουλουριασμένη στον καναπέ. Στην άκρη. Έτοιμη να πέσει στον γκρεμό. Το σκέφτεται μια, δυο. Το μετανιώνει. Αρχίζει ξανά ν' αναπνέει. Δίνει παρών και στίγμα. Μπαίνει ξανά στο ρόλο της.

-Πείνασα
Μαγειρεύει.

-Κρύωσα
Αγκαλιάζει.

-Μάτωσα
Γιατρεύει.

-Φοβάμαι
Ενθαρρύνει.

-Σε θέλω
Δίνεται.

-Κουράστηκα
Νανουρίζει.

-Με κούρασες
Εξαφανίζεται.

Κουλουριάζεται στον καναπέ. Στην άκρη. Έτοιμη να πέσει στον γκρεμό. Δεν το σκέφτεται. Βουτά. Το πρωί την συναρμολογούν. Μπαίνει ξανά στο ρόλο της.

"Την επόμενη φορά", σκέφτεται " θα πέσω από την άλλη. Έχει άβυσσο. Δε θα με βρει κανείς."


Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

I h-ate Christmas





Σκηνικό:

Η ατμόσφαιρα εορταστική. Η σφαίρα της φαντασίας σε διαστολή. Οι κόρες των ματιών το ίδιο. Το δέντρο γέρνει. Τα στολίδια από ατόφιο παραλήρημα. Το βάρος ασήκωτο. Οι υποκρισίες το ίδιο. Οι Σκέψεις λένε τα κάλαντα. Η Ζωή δίνει ελεημοσύνη στη φτωχή νοημοσύνη μας. Στο καθιστικό ο Εμπαιγμός καθισμένος ανακούρκουδα. Ο Άντρας σβήνει το τσιγάρο, ανάβει το τζάκι, σβήνει το φως, ανάβει το κερί, σβήνει το όριο, ανάβει το πάθος, σβήνει τα ίχνη, ανάβει τσιγάρο. Η Οικοδέσποινα στην κουζίνα ράβει τη γαλοπούλα, ξηλώνει τις παρθενοραφές, ανοίγει φύλλο, κλείνει το στόμα, γεμίζει το πιάτο, αδειάζει εαυτό...
Χρόνος: Ανάμεσα σε Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά. Πάλι μεταλλάχθηκε το Κόκκινο.

-Λευκό ή κόκκινο;
-13 Μαύρο.
-Ποντάρω πάνω σου.
-Είμαι καμμένο χαρτί. Κόκκινο.
{γεμίζοντας το ποτήρι της}
-Είσαι φαινόμενο!
-Τα φαινόμενα απατούν...
-Απάτησέ με!
-Σε έχω απατήσει ήδη...
-Τότε χωρίζουμε...
-Μα έχουμε ελεύθερη σχέση.
-Φιλελεύθερη είναι.
-Είμαι ανένταχτη.
-Ναι, αλλά είσαι δική μου.
-Μπλοφάρεις.
-Όπως οι πολιτικοί.
-Πολιτική κι ο Έρωτας?
-...και τα Χριστούγεννα ακόμη.
-Θα κατεβώ στις δημοτικές. Θα με ψηφίσεις?
-Θα ντυθώ Άι Βασίλης, θα με πιστέψεις?
-Θα μου φέρεις δώρο?
-Θα μου κάνεις ρουσφέτι?
-Δε σε πιστεύω!
-Δε σε ψηφίζω.
-Τουλάχιστον μ' αγαπάς?
-Μόνο γι' απόψε.
-Όλα ψεύτικα.
-...το δέντρο αληθινό!
-...και κομμένο. Τ' αληθινά πεθαίνουν.
-Γι αυτό σου πουλάω παραμύθι.
-Και τα Χριστούγεννα?
-Μια φορά κι έναν καιρό ήταν το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Έλα δοκίμασε το ορεκτικό.
-Δεν πεινάω... I h-ate Christmas...
-Μία μπουκιά ακόμη. Να τελειώσει με happy end το παραμύθι.

Ανοίγει το στόμα της. Κλείνει τα μάτια. Δαγκώνει το Όνειρο. Καταπίνει την Πραγματικότητα. Χτυπούν οι καμπάνες. Γεννιέται η Ελπίδα, δίδυμη με την Ψευδαίσθηση. Την τρυπά το πιρούνι, στο μάγουλο, στη γλώσσα. Τσιμπιέται, πονάει και τινάζεται... ξυπνάει απ' τ' όνειρο....

Σκάει στα γέλια....δαιμονική... μόνη της στο δωμάτιο...
-ε ρε και να 'ταν όλα αλήθεια!... Έρωτας... Χριστούγεννα... και Πολιτική....

κι εκεί που κορόιδευε τον εαυτό της και τον κόσμο, ακούστηκε δίπλα από το τζάκι η απάντηση:
-θα σε ψηφίσω, ρε... γιατί κατά βάθος είσαι λαμόγιο..... 

{-Μη φας!....
-I h-Ate Christmas...}





Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Τρίγωνα, Κάλαντα......


Στις αυλές τους τεχνίτες ακριβοπληρωμένοι φλυαρούν σφυρηλατώντας λίθους για το πλακόστρωτο που θα πατηθεί από πόδια που σηκώνουν τα παχύσαρκα κορμιά των ιδίων και των καλεσμένων τους. Εγώ, άλλος Φλορεντίνο Αρίσα, καθισμένος στο απέναντι παρκάκι, πάνω στο κιτρινισμένο στρώμα με τα φύλλα, ερωτευμένος με την Υπηρέτρια, γράφω κιτρινισμένες ιστορίες, που δε θα δημοσιευτούν ποτέ, γιατί απεχθάνομαι το κιτρινισμένο σμάλτο των δοντιών εκείνων των αναγνωστών που απέκτησαν κουλτούρα υψηλής αισθητικής μέσα σε σαλόνια και κάμαρες θορύβων πολυτελείας.

Απέχω δύο πεζοδρόμια και έναν φαρδύ δρόμο, κι όμως, ακούγονται ως εδώ οι βουλιμικές συζητήσεις των μαχαιροπίρουνων που με savoir vivre καλωσορίζουν νέα έτη.

Τα παιδιά τους καλαντίζουν μπρος στις οθόνες και οι χούφτες του μυαλού τους γεμίζουν κέρματα Welldone για να παίξει το τζουκ μποξ της ζωής τους το τραγούδι που επέλεξε ο Μεγάλος Προγραμματιστής. Τραγουδήστε Παιδάκια...
Ανοίγει η αυλόπορτα, βγαίνουν πέντε πιτσιρίκια, ντυμένα κρεμμύδια, κρατώντας τριγωνάκι και έρχονται προς το μέρος μου.
-Να τα πούμε;
-Τί να πείτε;
Τα λένε. Δεν χρονοτριβούν. Αδημονούν για το μπουρμπουάρ τους. Τελειώνει γρήγορα το τραγουδάκι. Ψάχνω στις τσέπες. Δεν έχω τίποτε. Ούτε κέρματα, ούτε καραμέλες. Κάνω μορφασμό απογοήτευσης. Δεν τους αρκεί. Οι γιορτινές φωνές τους γίνονται στα μάτια κόκκινος χριστουγεννιάτικος θυμός. Μιμούνται e-games. Μου κόβουν τα δάχτυλα του αριστερού χεριού και τα δαγκώνουν σαν μελομακάρονα. Μου σκίζουν τα κουμπιά του πουκαμίσου και πληρώνονται με κέρματα από εκδίκηση. Σύγχρονα παιδιά, σύγχρονου κόσμου. Μεγαλωμένα από e-νταντάδες προγραμματισμένες για όλα.

Στην έπαυλη η Υπηρέτρια σερβίρει πρώτο πιάτο. Απλήρωτη, δίχως δώρο, πληρώνεται με ένα χούφτωμα στα οπίσθια από τον ισχυρό Άντρα του επίσημου Δείπνου. Όχι μυστικού. Δεν φτάσαμε ακόμη στις προδοσίες. Σήμερα κάτι γεννιέται. Ένα Σχέδιο, ένας Έρωτας, ένα Φεγγάρι... Η Μαία περιμένει το μπουρμπουάρ της: "Υγιές το παιδάκι"... Τι χαρά!...  Η Υπηρέτρια δαγκώνει τα χείλη της. Ματώνουν και στάζουν πάνω στο ορεκτικό. "Τί υπέροχο ντρέσινγκ!" αναφωνεί η Κυρία του Κυρίου, δοκιμάζοντας. Κανιβαλισμός, μα η Κυρία είναι θρήσκα. Φορά σταυρό στο πλούσιο στήθος της και κάνει φιλανθρωπίες μέσω της ενορίας της. Είναι η Πρώτη Κυρία της Άνω Γειτονιάς των πλουσίων Ανθρώπων κι όλο το κόκκινο στο σαρκοβόρο στόμα της είναι ίδιο με το χρώμα του χριστουγεννιάτικου κραγιόν της Lancome.

Η θερμοκρασία συνεχώς πέφτει. Όπως η ηθική. Όπως πέφτουν τα φύλλα. Κύκλος θα μου πεις. Μετρώ νεογέννητα σκάνδαλα για να προσδιορίσω τη συχνότητα επανάληψης των γεγονότων της Ζωής. Δεν μου βγαίνουν οι στατιστικές. Κάθομαι στο παρκάκι κάτι χρόνια. Ποτέ δεν κατέγραψα επανάληψη. Ποικιλόμορφα άγριοι οι επιζήσαντες. Ποικιλόμορφα τρυφερές οι παπαρούνες. Το κόκκινο σε όλες τις αποχρώσεις του, το μαύρο, ακόμη  και το γκρι.

Οι Εποχές περνούν.
Οι Άνθρωποι τις διασχίζουν.
Οι Ευχές πηγαινοέρχονται.
Τίποτε δεν εκπλήσσει.

Σηκώνομαι από το παγκάκι, με ανάπηρο χέρι, με υγιή Νου, με χιονίστρες στα πόδια, ερωτευμένος με την Υπηρέτρια, μοναχικός και μόνος, πλησιάζω στο τζάμι της οθόνης σας.
-Να τα πω;
Δε θέλω κέρματα. Τα δάχτυλά σας θέλω. Εκείνα που πληκτρολογούν ευχές, που κάνουν σταυρούς, που δείχνουν τον άλλο για φταίχτη, που αρπάζουν το γλυκό από το βάζο, που χουφτώνουν την Υπηρέτρια, που κάνουν μανικιούρ, που δέχονται χειροφιλήματα, που μέσα στους πόρους τους κρύβουν τη βρωμιά αυτού του κόσμου.
Εκείνα θέλω, να τα κάψω στο υπαίθριο τζάκι, να ζεσταθούν οι ζητιάνοι.

"Τρίγωνα, κάλαντα μες στη γειτονιά....."




Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Γλώσσες



Δεν μίλησα ποτέ ξένες γλώσσες.

Άνθρωποι αλλόγλωσσοι
ήρθαν στην Πατρίδα μου
και μίλησαν τη διάλεκτό μου
για ν' αποκτήσουν δικαίωμα 
παραμονής.

Εγώ άνοιξα τα σύνορα,
τα παράθυρα 
και τις συζητήσεις
για κείνον τον Ξένο
που δεν κατείχε τις μεταφράσεις μου,
ούτε κι εγώ τις δικές του.

Η συζήτηση 
μια υπαρξιακή παντομίμα
που ξηλώνει και ράβει
συλλαβές Εαυτού
μιλώντας 
όλες τις γλώσσες του Κόσμου.






Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Έκπληξη




Όταν με θάβω 
στο νεκροταφείο μιας Απελπισίας
πληθαίνουν τα χέρια 
που προσφέρουν βοήθεια
κι όταν τους ξαφνιάζω 
με ανάσταση
με σκοτώνουν
γιατί τους τρόμαξα.

Μετάφραση στα ιταλικά από τον Φίλο μου Velvet, που τον ευχαριστώ από Καρδιάς.




SORPESA 
Quando mi seppellisco
nel cimitero della Disperazione
si moltiplicano le mani
che offrono aiuto
e quando gli sorprendo
con la risurrezione
mi uccidono
perché prendono paura.



~Μνημόσυνο~










Εδώ είμαι.
Χωρίς Κόκκινο.
Χωρίς Δώρα.
Χωρίς χέρι απλωμένο.
Μα και χωρίς συμβιβασμό.
Χωρίς εκβιασμό.
Χωρίς κομπόδεμα.
Χωρίς Ευχές.
Χωρίς προσευχές.
Χωρίς Θεό.
Χωρίς Συνάνθρωπο.
Χωρίς Συνεργό.
Χωρίς ... Εμένα ενίοτε...

Μόνο με κάποια Ποιήματα στο χέρι.
Τρώγονται τα ποιήματα.
Θρέφουν φτώχεια, μοναξιά, απομόνωση.
Χρησιμεύουν και ως Φάρμακα.
-ποτέ γενόσημα-
Γιάνουν πληγές απανθρωπιάς.
Επουλώνουν τραύματα λεηλασίας.
Σε ακραίες περιπτώσεις
που η θερμάστρα δεν ανάβει
και το κρύο απαιτεί να βυθιστείς σε μία Νιρβάνα
για να ξεχάσεις
την χαμηλή στο δωμάτιο θερμοκρασία
το Ποίημα ζωντανεύει κιόλας.
Γίνεται ο Θεός που απουσιάζει,
ο Συνάνθρωπος που απέχει,
ο Κηδεμόνας που νοιάζεται,
ο Εραστής που θυσιάζει και θυσιάζεται...
Κουλουριάζομαι γύρω και μέσα στο Ποίημα.
Γράφεται και καίγεται για μένα.

Είμαι Εδώ,
χωρίς τίποτε.
με έναν Παιδικό Στίχο πάλι στο χέρι,
γλειφιτζούρι σε σχήμα σπείρας ζαχαρωτής,
να γλυκαίνει το άδειο στόμα
να γεμίζει το άδειο χέρι
να ηδονίζει την λαχτάρα μου για Γλυκό
και πάνω που ετοιμάζομαι να Δαγκώσω
πάλι εμφανίζεται μες στην παραζάλη της Ζωής μου
εκείνο το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα
και του προσφέρω το Τίποτα που έχω στα χέρια μου
...το Ποίημα, το Παραμύθι, το Γλειφιτζούρι...
που με χορταίνει
που με θεραπεύει
που με γλυκαίνει
που με ξεγελά...

Το Κοριτσάκι πάλι πεθαίνει...
και Εγώ Ζω να το θυμάμαι
πλάθοντας κάθε χρόνο
τέτοιες μέρες
σαν κόλλυβα στο μνημόσυνο
Παραμυθάκια για Μεγάλους,
που τα χαρίζω στα Παιδιά......




Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Σκηνοθετική Αδεία


Το κορμί σου μου ανήκει. Για τους επόμενους μήνες θα υπάρχεις σ' αυτό το σκοτεινό πλατό, συνεργαζόμενη με τον απαγωγέα. Θα φοράς, θα γδύνεσαι, θα καμπυλώνεσαι, θα δίνεσαι, καλλίγραμμη κι εύκαμπτη φιγούρα ταγμένη στις διαταγές του σεναρίου. Ο Ρόλος θα μπει στο πετσί σου κι εσύ ας λείπεις. Θα ακούς καμπανάκια συνθημάτων εναλλαγής των σκηνών και θα συγχρονίζεται αβίαστα. Θα τεντώνεις τη σπονδυλική στήλη στο κρεβάτι όπου θα μετρώ το μπόι σου. Θα κουλουριάζεις τις παλάμες από τις ηλεκτροπληξίες των βρεγμένων υπογείων. Θα κουνιέσαι αυτιστικά στην αιώρα των εξελίξεων. Θα βιάζεις, όταν χρειάζεται, τις Αρχές σου. Θα καπνίσεις βαριά τσιγάρα αναμμένα από στόματα λυσσασμένων κομπάρσων. Θα πιεις σκληρά ποτά σερβιρισμένα σε ποτήρι με χείλη σπασμένα, όπως σπασμένοι είναι οι μονόλογοι που σου γράφω.

Το στόμα σου μου ανήκει. Θα στάζει μέλι, θα φτύνει αίμα, θα ψελλίζει, θα βγάζει τη γλώσσα όταν μία φωνή μέσα σου θα λέει "Φτάνει", θα πίνει λήθη να ξεχνά την άλλη όχθη, θα παίζει με το μυαλό σου και με τις μνήμες, θα εξιστορεί άλλη ζωή απ' αυτή που έζησες, θα καταπίνει λυγμούς, θα δαγκώνει λαμαρίνες, θα σκίζει τα χείλη από μεταδιδόμενο έρπη σκηνοθετημένης αρρώστιας, θα ράβει το ένα χείλος με το άλλο όταν το σκηνικό θα μυρίζει ανάκριση, θα ξεβράζει κινηματογραφικές αλήθειες μπρος στα μάτια των θεατών σου, θα σε εκθέτει, θα σε ενοχοποιεί, θα φιλιέται τρώγοντας τις σάρκες του, θα βήχει θερμοκρασία απομόνωσης, θα ξεχάσει την μητρική του γλώσσα, θα μιλά Σκηνοθετική μου Αδεία.

Η Σκέψη σου, όμως, σού ανήκει....
Με τον καιρό  θ' αποδείξεις αν αντέχει να διατηρεί επαφή με την πραγματικότητα, υπενθυμίζοντας πως όλα είναι ένα σενάριο παραλογισμού,
ή αν τελικά θα υποκύψει και θα υποδυθεί τον κρυφό Ρόλο που της φυλάω, πίσω από την Σκηνοθετική μου Αδεία, που τυλίγεται πάνω στο Κορμί και μέσα στο Στόμα σου...

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Εξαρτήσεις και καταΧρήσεις Εαυτού...




----------------------------------------------------------------------------------------


Νηνεμία. Άρα όλα καλά. Όταν σε ρωτούν "Τί γίνεται;" και απαντάς με το αδιάφορο "Τίποτα", σημαίνει πως όλα είναι υπέρ του δέοντος καλά, γιατί είναι φορές που το "Κάτι" μπορεί να ανατινάξει στον αέρα τις μαργαρίτες.

Σ’ όλες τις επιφάνειες ένα αόρατο χέρι έχει αλείψει λάδι. Γνήσιο ελαιόλαδο Ηρεμίας, Τάξης κι Ασφάλειας. Στην επιφάνεια του προσώπου σου, της γειτονιάς, της δουλειάς μου, της κάθε συζήτησης, στην επιφάνεια του δρόμου, αυτής της πόλης, αυτής της χώρας, αυτού του κόσμου. Οι θάλασσες έπαψαν να μιλούν τη γλώσσα των ποιητών και η Κοπέλα αυτοκτόνησε χθες, χωρίς να την καταγράψουν οι κάμερες. Αυτόν τον χαμένο έρωτα, αυτό το ανεκπλήρωτο όνειρο ζωής, αυτήν την εξαφάνιση δεν θα την μάθει ποτέ κανείς.

Επιφανειακά είμαι υγιής. Το λευκό των ματιών διάφανα καθαρό. Η γλώσσα κόκκινη. Τα δάχτυλα σε θερμοκρασία σώματος, χωρίς προβλήματα υποθερμίας από κατεστραμμένο κυκλοφοριακό. Το σώμα στα κιλά του, είτε είμαι μέσα του, είτε λείπω. Δεν καπνίζω, δεν  πίνω, δεν κάνω καταχρήσεις και θρέφομαι υγιεινά. Παράδειγμα προς μίμηση. Ντύνομαι για τη δουλειά.
-Τι γίνεται;…
-Όλα καλά…
Πάντα… όλα καλά. Ένα νεύμα μέθης στο βλέμμα του γείτονα. Εργένης. Δε χαμπαριάζει  Χριστό, ούτε κρίση κι  ούτε εμφανίστηκε ποτέ εκείνο το «Κάτι» που θα του ανατρέψει τα σχέδια νυχτός και ζωής. Καπνίζει, πίνει, κάνει καταχρήσεις και θρέφεται με επιλεκτικά μενού γρήγορης ψαριάς και όλα τα συνοδευτικά τους. ΣυχνάΖει σε πολυσύχναστα στέκια αλκοολικής κουλτούρας, όπου οι θαμώνες  ανήκουν σε δύο κατηγορίες:
α. μεθούν και μόνο με τη μυρωδιά γυναικείου σώματος
β. δε μεθούν ούτε με ν σφηνάκια βότκα και τεκίλα σε εναλλαγή.
Ούτε η ζωή, ούτε ο θάνατος  πίνονται σε σφηνάκια… δε σερβίρονται κερασμένα από τον γόη Barman που παίζει με τις ανασφάλειές μου.

Βάζω το χέρι στην τσέπη, πιάνω ένα ραβασάκι. Τα λατρεύω τα αποκόμματα. Κάποτε τα αντάλλασσαν οι ερωτευμένοι. Στις μέρες μας, αν είσαι τρελός, γράφεις στιχάκια σήμερα ταχυδρομημένα σιωπηρά προς τον εαυτό σου για  παραλαβή σε ένα ασαφές αύριο, που το χέρι θα ξαναμπεί στην τσέπη με την αγωνία. Ξεδιπλώνω και διαβάζω:

«~Μία τζούρα αλκοόλ~

Μία τζούρα αλκοόλ
θέλει η Αλήθεια.
Ούτε θάλασσες,
ούτε μοναξιά.
Δε δίνει δεκάρα
για τα σκηνικά του Έργου.
Στα σύνεργα ποντάρει.

Ένα καρφί θέλει
στον αυχένα, με δύναμη.
Ένα σπασμένο γυαλί
να πονά το μάτι.
Ένα ξυράφι
να κόβει φιλέτα
λέξεις, χείλη
χαμόγελα και κλάματα.

Μία τζούρα αλκοόλ.
Όχι για μεθύσι,
για μούδιασμα.
Να δοθεί το μικρόφωνο
στην κραυγή
που απ’ το στόμα της πληγής
ουρλιάΖει Αλήθεια.

Σφηνάκι Ζόρικων Εαυτών
που δε μεθάνε,
ούτε μουδιάΖουν
με υποκατάστατα νοθευμένης γουλιάς
που ξεβράζεται στον άσπρο πάτο
μιας μονοκοπανιάς
Ζωής
κερασμένης από τον BarMan…»


Πάντα ακολουθεί ιερός μονόλογος.
-Είναι πρωί ακόμα ή έστω, τώρα βραδιάζει. Όπως και να ‘χει, μην με παίζεις έτσι. Τι έπινες όταν το ‘γραφες?
-Τίποτα.
- Γαμώτο… στοιχειώνει αυτό το «Τίποτα»… Ήθελα μια φορά να είχες πιει «Κάτι»… «Κάτι» από τα απαγορευμένα των Τρελών.
-Δεν με πιάΝουν οι εξαρτήσεις της Ζωής…
-Ξέρω…

Ούτε τσιγάρο. Ούτε μία τζούρα κονιάκ για το κρύο. Ούτε ταξί. Ούτε λεωφορεία. Πάντα όταν γράφω, όλα απεργούν. Πάντα βιάζομαι να φτάσω κάπου, στη δουλειά, σε σένα, και πάντα αναγκάζομαι να έρθω με τα πόδια. Πάντα έρχομαι με Σκέψεις. Οπότε, έχω χρόνο… ή μήπως όχι?...

Περπατάω. Στα κείμενα οι δρόμοι διασταυρώνονται, διχαλωτά ανοίγουν, εφάπτονται, επιμηκύνονται, μεταμορφώνονται σε ερπετά, φτύνουν δηλητήριο, σε πετυχαίνουν στην Πτέρνα του Ταξιδιού, πεθαίνεις για σήμερα, ξυπνάς στο πεζοδρόμιο της άλλης μέρας και την επόμενη ξεμέθυστος από την Τρέλα σηκώνεσαι πάλι από το κρεβάτι και ντύνεσαι για τη δουλειά.

Ξηλώνω τις φλέβες μου κάθε που γράφω. Εκεί περπατάω και εσύ διασχίζεις, μεθυσμένος ή αδιάφορος, τους συνειρμούς, χωρίς να υποψιάζεσαι Τίποτα. Ήθελα μια φορά να έρθεις και να φέρεις «Κάτι»… ή όταν φύγεις, από το «Τίποτα» που με πνίγει, να πάρεις «Κάτι»… να με γλιτώσεις από το βάρος ενός ακόμη Θανάτου.

Ζηλεύω τους θαμώνες στα στέκια των γήινων εξαρτήσεων. Δεμένοι, μα ξέρουν από τι. Εγώ, επιφανειακά υγιής, υποφέρω από αόρατους εθισμούς, που δεν μελετήθηκαν ποτέ.

Κάθε φορά που επισκέπτομαι τα Έκτακτα μετά από απόπειρα Μεταμόρφωσης, η Νοσοκόμα με ρωτά:
-Εξαρτήσεις;
-Ναι.
-Αλλεργίες;
-Ναι.

Σημειώνει την κατάφαση και περιμένει να της αναφέρω τις ουσίες. Ποιες οι Εξαρτήσεις μου και ποιες μου οι Αλλεργίες.
Είμαι τόσο ασθενική που δε βγαίνει η φωνή  μου. Ζητώ χαρτί να και γράφω:

Εξαρτήσεις:
>Ενέσιμη μορφή κάθε είδους αλληγορίας
>Μεταμορφωτικές Ουσίες  Εαυτού
>Αλκοόλ πολλών οκτανίων Πλάνης
>Αναθυμιάσεις καμμέΝου Καθεστώτος Ζωής

Αλλεργίες:
>σε Γήινες Εξαρτήσεις
>σε Συλλέκτες Αντικειμένων, Γυναικών, Αντρών, πάσης Φύσεως Υλικών.
>στις Επιφάνειες, κάθε είδους: Στην επιφάνεια του προσώπου σου, του προσώπου μου, της γειτονιάς, της δουλειάς μου, της κάθε συζήτησης, στην επιφάνεια του δρόμου, αυτής της πόλης, αυτής της χώρας, αυτού του κόσμου.

Αυτό με οδήγησε ως εδώ…. ή μάλλον ως εκεί.

Γράφοντας, ο δρόμος στένευε και ψήλωνε, σαν αγόρι που το έθρεφα  με το βήμα της Σκέψης μου και κείνο μέσα στην αγκαλιά του παρανοϊκού Ταξιδιού μου μεγάλωνε. Ανηφόριζα στον πιο ψηλό βράχο. Σιχάθηκα την Νηνεμία. Αυτό το αβάσταχτο «Τίποτα» έπρεπε να πέσει από ψηλά να σπάσει. Έφτασα στο χείλος. Η Θάλασσα πρόστυχα ήρεμη. Λάδι.

 «Είμαι το ψαράκι σου απόψε και κοίτα με, μες στο Θάνατο  μεγαλώνω, γιατί στην Ανάσταση που σχεδίασα πάντα πιο Γιγάντια αναγεννιέμαι»

Παίρνω φόρα, μένοντας ακίνητη. Φόρα Ψυχής. Πηδώ με ορμή και πείσμα. Στα δευτερόλεπτα του γκρεμού προς τη Θάλασσα γιγαντώνομαι, βαραίνω, επιταχύνομαι. Πέφτω και Διαλύω το απέραντο «Τίποτα» αυτής της γελοία μαστουρωμένης Κοινωνίας.

Δεν κάλεσα τα κανάλια. Κάλεσα Εσένα. Εσύ κρατάς την κάμερα. Εσύ καταγράφεις, μεθυσμένος ή αδιάφορος, το σκηνικό.
Η Κοπέλα αυτοκτόνησε, μπροστά στα μάτια σου, γιατί η μόνη εξάρτηση που είχε, ο μόνος εθισμός της, η μόνη της κατάχρηση ήταν ο Άγριος Έρωτας που ξέρει να γεννά Επαναστάσεις μέσα από το Θάνατο του Ενός.

Οι μέρες κυλούν.
Οι νύχτες επίσης.
Απόψε, ένας λιγότερος στο Bar.
Μετρήθηκαν τα «Τίποτα» των θαμώνων  και διαπιστώθηκε πως Αυτός που λείπει έφυγε  για να προλάβει το «Κάτι» που ανατινάζει στον αέρα τις Μαργαρίτες, τις Σκέψεις και τις Ζωές των Ανθρώπων…