Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Ο Νους που επινόησε μία Ιδέα, ποτέ δεν επιστρέφει στις προηγούμενες διαστάσεις του.

Η ευθύνη..

~Η ευθύνη~
Για ό,τι γράφεται σ'αυτό το χώρο δεν ευθύνεται το χέρι που γράφει.
Ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο το Κίνητρο, που αδράχνεται μέσα από το σωρό του Μεγάλου Τίποτε,
από το ... χέρι που γράφει.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Βιολογική καλλιέργεια πλούσιας σοδειάς



Στα εύφορα εδάφη της γης οι παρανοϊκοί των υψηλών θέσεων φυτεύουν σφαίρες και γνωρίζουν πολύ καλά πως οι σφαίρες για ν' ανθίσουν χρειάζονται για λίπασμα ανθρώπους.

Οι βιολογικές καλλιέργειες πολέμων έχουν πλούσια σοδειά και καλοταΐζουν τους δαίμονες με τα κοστούμια. Ανάμεσα στα γεύματα, για χώνεψη, κάθονται το σαλονάκι της λέσχης με κονιάκ ή ουίσκι και κουνούν τα πιόνια στη Μεγάλη Σκακιέρα θυσιάζοντας τα πάντα για να σώσουν το Βασιλιά, που η σκιά του κάθεται ακλόνητη πάνω απ' τα κεφάλια μας, μάς μετράει σε χρήμα, μας ρίχνει βορρά στο στόμα του Λύκου που προσφέρει μεγαλύτερη ικανοποίηση στον ναρκισσιστικό ιμπεριαλισμό του με χρήμα, εδάφη, εξουσία. 

...κι εγώ, μικρούτσικη όπως εσύ, γονατίζω στο εικόνισμα ικετεύοντας ειρήνη, ζητιανεύοντας δικαιοσύνη από τον Πατέρα Θεό που μού δίδαξαν, περιμένοντας αιωνίως μία εξωγενή παρέμβαση που δεν έρχεται ποτέ και η σφαγή συνεχίζεται και το ποτάμι γεμίζει πτώματα, σώματα, όνειρα, νεκρά ιδανικά, και δηλητηριάζει τα ψάρια που δίνουν τη θέση τους σε σαυροειδή αιμοβόρα πλάσματα που επιβιώνουν σε όλες τις συνθήκες και αιώνες επί αιώνων χορταίνουν από το αίμα των λαών, μαγειρεμένο ποικιλοτρόπως από το επιτελείο του Μεγάλου Chef,  που πείθει το θήραμα να ξαπλώσει μόνο του στο σφαγείο υπέρ μιας Μεγάλης Ιδέας που σπέρνεται στο μυαλό του, γιατί έτσι μειώνονται οι τοξίνες, οι διοξίνες στο πιάτο των καλοφαγάδων του κόσμου και τούς εξασφαλίζεται μακροζωΐα, ώστε να ασκούν την Μεγάλη Εξουσία τους σε περισσότερες γενιές προβάτων, ανθρώπων, αθώων, αγαθών που νομίζουν πως όμορφα, ήρεμα, με πανό και διαμαρτυρίες, η δύναμη μπορεί να αλλάξει χέρια και να έρθει σε μας που έχουμε στο μυαλό και στην καρδιά, αντί για σφαίρες, αγάπη..





Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

συνοδηγός




Διασχίζουν την πόλη 
κάτι γυναίκες με πρόσωπα θλιμμένα 
πίσω από θολά τζάμια συνοδηγών 
με το άνοιγμα απ' όπου φεύγει 
          ο καπνός του τσιγάρου του, τα λόγια και οι σφαίρες των μορφασμών του 
να μην αρκεί για να αποδράσουν 
- δεν το προσπαθούν πια - 
η σκέψη τους κολλάει και θρυμματίζεται στο τζάμι
ανακατεύεται με τις σκόνες, τους λεκέδες και τις κουτσουλιές των πουλιών
που επιλέγουν πάντα τη μεριά τους 
και εκείνες σε θερμοκρασία απόρριψης 
υπάρχουν μη υπάρχοντας 
ρίχνουν τα φύλλα τους, το βλέμμα, τον εαυτό τους
πειθήνια βουλιάζουν στο κάθισμα 
σαν αχρησιμοποίητος ή πολυχρησιμοποιημένος αερόσακος 
ένα φθαρμένο εξάρτημα του αυτοκινήτου 
ένα εξάρτημα της φθαρμένης ζωής του οδηγού.
Μία άνθρωπος που πάντα ταξιδεύει 
με την ψυχή δεμένη πίσω από το όχημα 
να στραγγίζει το αίμα της στο οδόστρωμα 
και το σώμα στη θέση του συνοδηγού 
απορροφά τους κραδασμούς 
με έναν κορεσμό που καταβροχθίζει τις άμυνες 
και οδηγεί σε καταθλιπτικό αδιέξοδο 
εκτός κι αν.. μία σφοδρή σύγκρουση 
της δώσει την ώθηση να βγει από το όχημα 
να ενώσει τα κομμάτια της,
να σηκωθεί 
και να συνεχίσει πεζή 
οδηγώντας μόνη της τη ζωή της.

Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

επιτάφιοι



Μ' ένα υγρό σκοτάδι στο στόμα
κλάμα βουβό, βήμα ασάλευτο
συνοδεύω στολισμένους από τα χέρια μου
επιταφίους
που εγώ τους σήκωσα στους ώμους 
εγώ τους θρήνησα 
εγώ ξάπλωσα μέσα τους νεκρούς μου
κι όταν σβήσανε τα κεριά
μαραθήκανε οι ανθοδέσμες 
κάθισε η σκόνη στο δρόμο
σ' εκείνη τη στιγμή του κενού μου
που η πίκρα με σάρκα σκαλώνει στα δόντια 
εκείνη τη στιγμή 
που οι θνητοί περιμένουν την ανάσταση 
τίποτε νεκρό δεν είδα να ζωντανεύει 
μόνο μία κάμπια να σκίζει το κουκούλι μου
και αντί για φτερά να μου φυτρώνει νάρκες 
και να με εκπαιδεύει να διασχίζω νεκροταφεία 
δίχως να φοβάμαι το θάνατο 
σαν αυτή να 'ναι η δική μου ανάσταση 
η δίχως φόβο διαδρομή προς το Άγνωστο. 






Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

αναγκαιότητα



Όχι.. το αναγκαίο δεν είναι να μάθεις. 
Είναι να καταλάβεις. 
Απλά, για να καταλάβεις 
χρειάζεται να μάθεις.







Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Ανασκαφές στο φως της σελήνης



..ζέσταινα τις χούφτες της στα χνώτα μου
αγκάλιαζα τις πατούσες με τους μηρούς μου
άφηνα ακάλυπτα τα νώτα μου
αφοπλίζοντας ήρεμα τους εχθρούς μου.

Πλήρωσα μ’ αργύρια το θυρωρό
μου έδωσε αντικλείδι του κελιού της
κάθιδρη πέρασα το σύνορο
και βρέθηκα στην όχθη του κορμιού της.

Νύχια από χώμα, μελανιασμένα.
Πόσες είχε σκάψει αποδράσεις!
Την πέτυχα σε βράχια αγριεμένα
να ανεμίζει κύτταρα και μυών συσπάσεις.

Ήταν η σκιά της μισοσβησμένη
ήμουν κι εγώ μισή πανσέληνος
ξάπλωσα στο σχήμα της κουρελιασμένη
μήπως και σπάσει το άγριο κέλυφος.

Δεν ήταν άλλη παρά εγώ
σε ένα σύμπαν κακοφτιαγμένο
με ρίζες κομμένες από καιρό
και ίχνος θολό και παρερμηνευμένο.

Σαν θηρίου πληγωμένου το βήμα
με το αίμα στεγνό στην πληγή
ίσα που πρόλαβα πριν κοπεί το νήμα
κι έσταξα ζέστη στο κρύο κορμί.

Ταυτοποιήθηκε η αρχαία γυναίκα
κι οι ανασκαφές μου στο φως της σελήνης
σπάσαν όσα τις φορέσαν λουκέτα
κι έγινα, ή μήπως ήμουν, κομμάτι εκείνης.





Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

Μπλε

 


Αδιάφορη,  με νύχια βαμμένα θαλασσινούς βυθούς προσπερνούσε τη γραμματική των ποιημάτων και πατούσε δυνατά το πόδι της στο τσιμέντο, τόσο που η δόνηση της πατηματιάς της άφηνε ίχνος στο θαμμένο χώμα που στήριζε την άσφαλτο. Κατηφόριζε ασυγκίνητη, με το φουστάνι να ανεμίζει στα υπόγεια ρεύματα της ζωής. Ήθελες να απλώσεις το χέρι να τη σώσεις. Με ένα άγγιγμα να ζεστάνεις την ψύχρα στο βλέμμα της. Να στάξεις λίγο κόκκινο στο σκούρο μπλε. Μάταια. Τείχη αόρατα. Τα κουβαλούσε πάντα μαζί της. Ακόμη και στον πνιγμό, όταν σαν ψάρι σπαρταρούσε έξω από τα νερά της, ασφυκτιώντας στον πηχτό χρόνο των μεγάλων ταχυτήτων. 

Προσπάθησε πολύ να επιβραδύνει. Με τεχνάσματα αναπνοής. Με κλειστά μάτια. Με συλλαβισμούς της σκέψης. Ανεπιτυχείς προσπάθειες. Παντού υπήρχαν μικρές μαύρες πόρτες που ακόμη και μισάνοιχτες επέτρεπαν να ξεχύνονται ποτάμια θορύβου, με αντίλαλο που δε φθίνει. Μικρές μαύρες πόρτες. Στο δέρμα της, στα έπιπλα, στα μάτια των ανθρώπων, στα ακροδάχτυλά τους, στους αστραγάλους σε πόδια που λαχάνιαζαν για να προλάβουν. Τι; Στον ποδόγυρο της ζωής της. Κεντημένες μαύρες πόρτες που ακόμη και μισάνοιχτες επέτρεπαν να ξεχύνονται κουβάρια ξηλωμένα τα λόγια της. 

Προσπαθούσε να επιβραδύνει. Έψαχνε νέο τέχνασμα. Η θλίψη!

Η θλίψη έχει μεγάλο ιξώδες! Αργοκυλά μέσα σου. Σού επιβάλλει μία επιβράδυνση παραίτησης από τα επείγοντα, που δεν είναι άλλα από φτιαχτά σενάρια τεχνητής ζωής. Η θλίψη σε αποστειρώνει από το θόρυβο, τη βιασύνη, το λαχάνιασμα. Σε βυθίζει. Όχι. Σε βαφτίζει ξανά. Μέσα στα νερά σου, που τα περνά από το βιολογικό καθαρισμό των δακρύων. Πρώτο στάδιο. Μόλις στερέψεις κι έχει φύγει η βρωμιά των χειμάρρων που κουβαλάνε ό,τι βρουν, δίχως επιλογή, η θλίψη σού σκάβει νέες πηγές. Γεννάς νάματα που κυλούν σταγόνα σταγόνα. Ξαναγέμισε ωκεανούς. Δεν υπάρχει βιασύνη. Ούτε χρόνος. Βυθίσου στη θλίψη ως τον πνιγμό. Με εμπιστοσύνη στον κύκλο της. Αρνήσου, όλα σου. Μείνε μία κουκκίδα βαθύ μπλε, μελανιασμένη στο ψύχος του κόσμου, μέσα σε μία κουκκίδα σκούρο αίμα που πάλλεται. Δίχως όνομα. Δώσε όνομα και σχήμα. Άρχισε σιγά σιγά από την αρχή. Γέννησε κύτταρα, θάλασσες, νέες σκέψεις. Δεν έχουν όλοι αυτό το προνόμιο. Να σταματήσουν τον κόσμο, να νικήσουν το μηδέν και να υπάρξουν από την αρχή.




Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

υγρασία, ουσ. γένους θηλυκού




Όταν πλησιάζω αχνίζει
κρύβεται κάτω από στρώματα υδρατμών
γίνεται νεφελώδης κι αόρατη απ’ όλους.
Διασχίζω την ομίχλη της δίχως ορατότητα.
Ψηλαφώ τυφλός τον κίνδυνο
         -καμπύλες και περιγράμματα.
Γίνομαι σαλιγκάρι κι ερπετό.
Συμπυκνώνεται στον αφαλό της.
Γίνεται λίμνη με υγρά σαγόνια.
Χάνομαι στην αθόρυβη καταιγίδα της
και με βρίσκουν μετά από καιρό
διαλυμένο από την προσπάθεια 
να πνιγώ μέσα της.




Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

λευκό τοπίο

 



Απ’ τα λευκά τοπία
ο λευκός λαιμός της
το πιο αγαπημένο.
Τα ξημερώματα
άφηνε πατημασιές
με τα δάχτυλα.
Με κόκκινες δαγκωματιές
μασούσε το χιόνι
και με εγκαύματα στη γλώσσα
άναβε φωτιά στο λακκάκι.
Ξυπόλητος και γυμνός
έσπαγε τη σιωπή του κόσμου
ουρλιάζοντας σαν ζώο
που επιτέλους χόρτασε 
μία πείνα αιώνων.