..κι αν με ρωτάς ποια υπερδύναμη θα ήθελα να έχω.. Θα ήθελα να μπορούσα να παρεισφρήσω στην καθημερινότητα των ποιητών. Και στον ύπνο τους. Λάθος. Θα ήθελα να μπω στο πετσί τους. Να δω πώς βιώνουν τα γεγονότα τις ώρες που διασχίζουν τη ζωή ή το όνειρο δίχως το παντοδύναμο όπλο τους, την πένα. Να δω τα πράγματα μέσα από το ποιητικό τους κάτοπτρο. Να διαπιστώσω αν η ποίηση είναι το βίωμα. Να ακούσω μεγεθυμένους τους ψιθύρους και τα τριξίματα, στο πάτωμα, στα κόκκαλα, στη σκέψη, εκείνη που λυγίζει δίχως να σπάει. Να αισθανθώ μέσα από την αφή τους τη λεπτομέρεια της ύφανσης των επιφανειών και των υποστρωμάτων κάτω από τα ορατά. Να τους δω πώς χορεύουν τις σιωπές και πώς φωτίζουν τα σκοτάδια με τους δαίμονες, δίχως τον φόβο του αφανισμού τους. Να γευτώ ενισχυμένες τις γεύσεις των ροφημάτων, των φαγητών, των δακρύων, του αίματος, της ήττας. Να πλημμυρίσει το μυαλό μου από το σμήνος μιας βοής που υπαγορεύει στίχους που χαοτικά κι άναρχα γεμίζουν τον χώρο πριν γίνουν ποιήματα. Να βιώσω τον πνιγμό της άπνοιας όταν όλα λιγοστεύουν και δεν υπάρχει ούτε ένα επιφώνημα για να τους δώσει τις πρώτες βοήθειες. Τότε που η πολυθρόνα βουλιάζει, σκίζεται το πανί, σπάει το ξύλο, πέφτει όλη η ζωή στη σχισμή του κενού χρόνου και κάθιδροι πολεμούν το μηδέν. Να τρέμω μαζί τους όταν δεν έχουν άλλα ποιήματα να ρίξουν στη φωτιά. Να τους ζω φυλλοβόλους να γεμίζουν το ξύλινο πάτωμα με κομμάτια κιτρινισμένων σελίδων, με τρίχες που τους εγκαταλείπουν, δερματάκια σαν φλούδες ασβέστη από το πολυχρησιμοποιημένο κορμί. Να δω τί λεκέδες και ποια βρωμιά παρασύρει το νερό στη μπανιέρα όταν λούζονται και μουσκεύουν μέχρι τα μύχια. Να διαβάσω πάνω στη σκόνη των επίπλων τα ίχνη μιας αράχνης που συγκατοικεί μ αυτό το ευαίσθητο θηρίο, στο ίδιο κλουβί, έχοντας μάθει τον γλωσσικό του ιδιωματισμό και πλέκει τον ιστό της με το μοτίβο γραφής των ποιημάτων του. Σαν συγγενείς εξ ευαισθησίας, όπως είναι με κάθε πλάσμα ο ποιητής. Τα βράδια, δίχως να τον δω, το ξέρω ήδη πως κοιμάται σε στάση νυχτερίδας, φιδιού, ανθρώπινου εμβρύου, χελώνας μέσα σε καβούκι από στίχους, δίχως να κατορθώνει να προστατευτεί από την έξω από το ποίημα ανθρώπινη πραγματικότητα.







