Περιμένω να βραδιάσει. Η μέρα τυφλώνει το μακρινό μου βλέμμα και υποκρίνομαι την μυωπική. Μέσα στα γυαλιά ζωγραφίζω με χνώτο αρκουδάκια, ομίχλη και νύχτα. Το βράδυ πετώ τα γυαλιά και ισορροπώ στα κάγκελα του μπαλκονιού με τα χέρια απλωμένα σε σταυρό, στο σχήμα της ελευθερίας του πετάγματος. Στην γωνία του μπαλκονιού υπάρχει μονοπάτι. Στην άκρη του, Δάσος.
Ήθελα ν' αγαπηθούμε μέσα από τ' αόρατα. Οι απτές πραγματικότητες απομακρύνουν, χωρίζουν, κι αν το καλοσκεφτείς εξαθλιώνουν και δολοφονούν. Κρατούν στα χέρια τους τα λουριά μας και κατευθύνουν απρόσωπα τις ζωές. Από μικρή ήθελα να το σκάσω απ΄αυτό το σμήνος αιχμαλώτων. Έτσι άρχισα να σκαρφαλώνω στους κορμούς των δέντρων, στα κορμιά των εραστών. Έψαχνα Κορυφή να το σκάσω από το φεγγίτη της ζωής. Μα κρατούν λίγο οι οργασμοί και δεν προλαβαίνεις να ροκανίσεις τα κάγκελα, να λευτερώσεις όλους τους Εαυτούς σου, να τους φυγαδεύεις έναν έναν στο Πέρασμα προς την ανείπωτη εκείνη Ελευθερία. Και μισή ή ημιτελής, ανάπηρη και ακρωτηριασμένη δεν πάω πουθενά. Προτιμώ να τυραννιέμαι στα γήινα, με προσποιήσεις επαναστάσεων και σενάρια εκτροχιασμού και με την ψευδαίσθηση του Αυτοβούλως, που πάντα ενεργεί καθώς πρέπει, εφόσον μαστιγώνεται από το καμτσίκι του καθήκοντος.
Μουδιασμένη κάθομαι στο κρύο και περιμένω να δω τα πουλιά. Περίεργος συγχρονισμός. Το βράδυ δεν κινείται κανείς, ούτε στους δρόμους, ούτε στους ουρανούς. Ίδιος Νόμος περί απαγορεύσεως της κυκλοφορίας. Κάτω και πάνω. Μέσα, σε κείνα τα μικρά διαμερίσματα, οι άνθρωποι προσποιούνται πως αγαπιούνται. Γδύνονται και ζεσταίνουν τα σώματα. Τρέμουν, λες κι όλα τα σμήνη των πουλιών, που δεν κυκλοφορούν στο σύννεφο, φώλιασαν μέσα στον κόρφο τους. Αγαπιούνται με φτερουγίσματα. Σαν το κοτόπουλο, που τρέμει μπρος στη σφαγή του, πριν γίνει σούπα. Μαγειρεύονται στα ζουμιά τους οι ανθρώποι. Στον πυρακτωμένο ιδρώτα, που έχει το ανάλογο για τον καθένα μας αλάτι. Νόστιμος μεζές. Μα ποιος θα σε φάει ως την Ψυχή, μάτια μου?... Έτσι, ώστε ν' αξίζει όλη σου η προσπάθεια για μαγείρεμα?...
Βραδιάζει και βρέχει. Αν και το ημερολόγιο υποδεικνύει άνοιξη, χειμωνιάζει μία βαθιά μελαγχολία στο μπαλκόνι μου. Μέσα σ' αυτή την ομίχλη, το μονοπάτι στη γωνία ζωντανεύει σαν οπτασία και το Δάσος στέλνει αγγελιοφόρους τα στοιχειά του. Στα επικίνδυνα μέρη, όταν σε καλούν τις νύχτες, να πηγαίνεις μόνος. Ο Φόβος είναι ένα σμήνος από φοβίες. Μικρά, ανατριχιαστικά, αδύναμα τρωκτικά, που συσπειρώνονται για ν' αποκτήσουν δύναμη. Κάτι που εσύ δεν έμαθες ποτέ. Στα επικίνδυνα μέρη, όπου σε καλεί μία βαθιά μελαγχολία, να πηγαίνεις μόνος. Έτσι, θα σε μεταφράσουν ως σμήνος από συσπειρωμένους Εαυτούς και θα σε σέβονται. Οι κανίβαλοι δε θα σε μαγειρέψουν. Δε θα σε φάνε ποτέ. Δε θα σε δουν σαν μία μερίδα κρέατος, που τρέμει με φτερουγίσματα λίγο πριν τη σφαγή του.
Δεν θα έρθω μαζί σου απόψε. Απόψε θ' αντιμετωπίσεις τη μοναξιά της διαδρομής με έναν μονόλογο αυτοδυναμίας, που παλεύει να παρηγορήσει το παιδί μέσα σου που κλαίει.
Από μικρή ήθελα να το σκάσω απ΄αυτό το σμήνος αιχμαλώτων. Από μικρός ήθελες ένα χέρι να κρατάς μέσα στο σκοτάδι. Σήμερα πριόνισα όλα τα χέρια της αλληλεγγύης. Φτάνει μ' αυτή την πλάνη. Σήμερα θα διασχίσεις όλο το σκοτάδι μόνος. Και αν φτάσεις στην άλλη άκρη της νύχτας ζωντανός, θα σε περιμένω, χωρίς τα γυαλιά μου, χωρίς το λουρί στο λαιμό, με το αρκουδάκι μου αγκαλιά και με έναν φεγγίτη ζωγραφισμένο στην Καρδιά μου για να το σκάσεις...
Ήθελα ν' αγαπηθούμε μέσα από τ' αόρατα. Οι απτές πραγματικότητες απομακρύνουν, χωρίζουν, κι αν το καλοσκεφτείς εξαθλιώνουν και δολοφονούν. Κρατούν στα χέρια τους τα λουριά μας και κατευθύνουν απρόσωπα τις ζωές. Από μικρή ήθελα να το σκάσω απ΄αυτό το σμήνος αιχμαλώτων. Έτσι άρχισα να σκαρφαλώνω στους κορμούς των δέντρων, στα κορμιά των εραστών. Έψαχνα Κορυφή να το σκάσω από το φεγγίτη της ζωής. Μα κρατούν λίγο οι οργασμοί και δεν προλαβαίνεις να ροκανίσεις τα κάγκελα, να λευτερώσεις όλους τους Εαυτούς σου, να τους φυγαδεύεις έναν έναν στο Πέρασμα προς την ανείπωτη εκείνη Ελευθερία. Και μισή ή ημιτελής, ανάπηρη και ακρωτηριασμένη δεν πάω πουθενά. Προτιμώ να τυραννιέμαι στα γήινα, με προσποιήσεις επαναστάσεων και σενάρια εκτροχιασμού και με την ψευδαίσθηση του Αυτοβούλως, που πάντα ενεργεί καθώς πρέπει, εφόσον μαστιγώνεται από το καμτσίκι του καθήκοντος.
Μουδιασμένη κάθομαι στο κρύο και περιμένω να δω τα πουλιά. Περίεργος συγχρονισμός. Το βράδυ δεν κινείται κανείς, ούτε στους δρόμους, ούτε στους ουρανούς. Ίδιος Νόμος περί απαγορεύσεως της κυκλοφορίας. Κάτω και πάνω. Μέσα, σε κείνα τα μικρά διαμερίσματα, οι άνθρωποι προσποιούνται πως αγαπιούνται. Γδύνονται και ζεσταίνουν τα σώματα. Τρέμουν, λες κι όλα τα σμήνη των πουλιών, που δεν κυκλοφορούν στο σύννεφο, φώλιασαν μέσα στον κόρφο τους. Αγαπιούνται με φτερουγίσματα. Σαν το κοτόπουλο, που τρέμει μπρος στη σφαγή του, πριν γίνει σούπα. Μαγειρεύονται στα ζουμιά τους οι ανθρώποι. Στον πυρακτωμένο ιδρώτα, που έχει το ανάλογο για τον καθένα μας αλάτι. Νόστιμος μεζές. Μα ποιος θα σε φάει ως την Ψυχή, μάτια μου?... Έτσι, ώστε ν' αξίζει όλη σου η προσπάθεια για μαγείρεμα?...
Βραδιάζει και βρέχει. Αν και το ημερολόγιο υποδεικνύει άνοιξη, χειμωνιάζει μία βαθιά μελαγχολία στο μπαλκόνι μου. Μέσα σ' αυτή την ομίχλη, το μονοπάτι στη γωνία ζωντανεύει σαν οπτασία και το Δάσος στέλνει αγγελιοφόρους τα στοιχειά του. Στα επικίνδυνα μέρη, όταν σε καλούν τις νύχτες, να πηγαίνεις μόνος. Ο Φόβος είναι ένα σμήνος από φοβίες. Μικρά, ανατριχιαστικά, αδύναμα τρωκτικά, που συσπειρώνονται για ν' αποκτήσουν δύναμη. Κάτι που εσύ δεν έμαθες ποτέ. Στα επικίνδυνα μέρη, όπου σε καλεί μία βαθιά μελαγχολία, να πηγαίνεις μόνος. Έτσι, θα σε μεταφράσουν ως σμήνος από συσπειρωμένους Εαυτούς και θα σε σέβονται. Οι κανίβαλοι δε θα σε μαγειρέψουν. Δε θα σε φάνε ποτέ. Δε θα σε δουν σαν μία μερίδα κρέατος, που τρέμει με φτερουγίσματα λίγο πριν τη σφαγή του.
Δεν θα έρθω μαζί σου απόψε. Απόψε θ' αντιμετωπίσεις τη μοναξιά της διαδρομής με έναν μονόλογο αυτοδυναμίας, που παλεύει να παρηγορήσει το παιδί μέσα σου που κλαίει.
Από μικρή ήθελα να το σκάσω απ΄αυτό το σμήνος αιχμαλώτων. Από μικρός ήθελες ένα χέρι να κρατάς μέσα στο σκοτάδι. Σήμερα πριόνισα όλα τα χέρια της αλληλεγγύης. Φτάνει μ' αυτή την πλάνη. Σήμερα θα διασχίσεις όλο το σκοτάδι μόνος. Και αν φτάσεις στην άλλη άκρη της νύχτας ζωντανός, θα σε περιμένω, χωρίς τα γυαλιά μου, χωρίς το λουρί στο λαιμό, με το αρκουδάκι μου αγκαλιά και με έναν φεγγίτη ζωγραφισμένο στην Καρδιά μου για να το σκάσεις...