γυμνή χειραψία
και ξυπόλυτο βήμα
επιστρέφοντας εκεί
απ' όπου δεν έπρεπε να φύγεις ποτέ.
Εκεί όπου όλα τ' ανθρώπινα
είναι άνευ αξίας.
Εκεί που αν σωπάσεις κι αφουγκραστείς
ξαναμαθαίνεις τον εαυτό σου και τη ζωή
στη σωστή για πρώτη φορά διάλεκτο.
Το πιο δυνατό κρασί, είναι αυτό που φτιάχνεις με Υπέρβαση Εαυτού. Μία φορά αν μεθύσει ο Νους, δεν επιστρέφει η Ύπαρξη στις νηφαλιότητες.
Στα εύφορα εδάφη της γης οι παρανοϊκοί των υψηλών θέσεων φυτεύουν σφαίρες και γνωρίζουν πολύ καλά πως οι σφαίρες για ν' ανθίσουν χρειάζονται για λίπασμα ανθρώπους.
Οι βιολογικές καλλιέργειες πολέμων έχουν πλούσια σοδειά και καλοταΐζουν τους δαίμονες με τα κοστούμια. Ανάμεσα στα γεύματα, για χώνεψη, κάθονται το σαλονάκι της λέσχης με κονιάκ ή ουίσκι και κουνούν τα πιόνια στη Μεγάλη Σκακιέρα θυσιάζοντας τα πάντα για να σώσουν το Βασιλιά, που η σκιά του κάθεται ακλόνητη πάνω απ' τα κεφάλια μας, μάς μετράει σε χρήμα, μας ρίχνει βορρά στο στόμα του Λύκου που προσφέρει μεγαλύτερη ικανοποίηση στον ναρκισσιστικό ιμπεριαλισμό του με χρήμα, εδάφη, εξουσία.
...κι εγώ, μικρούτσικη όπως εσύ, γονατίζω στο εικόνισμα ικετεύοντας ειρήνη, ζητιανεύοντας δικαιοσύνη από τον Πατέρα Θεό που μού δίδαξαν, περιμένοντας αιωνίως μία εξωγενή παρέμβαση που δεν έρχεται ποτέ και η σφαγή συνεχίζεται και το ποτάμι γεμίζει πτώματα, σώματα, όνειρα, νεκρά ιδανικά, και δηλητηριάζει τα ψάρια που δίνουν τη θέση τους σε σαυροειδή αιμοβόρα πλάσματα που επιβιώνουν σε όλες τις συνθήκες και αιώνες επί αιώνων χορταίνουν από το αίμα των λαών, μαγειρεμένο ποικιλοτρόπως από το επιτελείο του Μεγάλου Chef, που πείθει το θήραμα να ξαπλώσει μόνο του στο σφαγείο υπέρ μιας Μεγάλης Ιδέας που σπέρνεται στο μυαλό του, γιατί έτσι μειώνονται οι τοξίνες, οι διοξίνες στο πιάτο των καλοφαγάδων του κόσμου και τούς εξασφαλίζεται μακροζωΐα, ώστε να ασκούν την Μεγάλη Εξουσία τους σε περισσότερες γενιές προβάτων, ανθρώπων, αθώων, αγαθών που νομίζουν πως όμορφα, ήρεμα, με πανό και διαμαρτυρίες, η δύναμη μπορεί να αλλάξει χέρια και να έρθει σε μας που έχουμε στο μυαλό και στην καρδιά, αντί για σφαίρες, αγάπη..
Αδιάφορη, με νύχια βαμμένα θαλασσινούς βυθούς προσπερνούσε τη γραμματική των ποιημάτων και πατούσε δυνατά το πόδι της στο τσιμέντο, τόσο που η δόνηση της πατηματιάς της άφηνε ίχνος στο θαμμένο χώμα που στήριζε την άσφαλτο. Κατηφόριζε ασυγκίνητη, με το φουστάνι να ανεμίζει στα υπόγεια ρεύματα της ζωής. Ήθελες να απλώσεις το χέρι να τη σώσεις. Με ένα άγγιγμα να ζεστάνεις την ψύχρα στο βλέμμα της. Να στάξεις λίγο κόκκινο στο σκούρο μπλε. Μάταια. Τείχη αόρατα. Τα κουβαλούσε πάντα μαζί της. Ακόμη και στον πνιγμό, όταν σαν ψάρι σπαρταρούσε έξω από τα νερά της, ασφυκτιώντας στον πηχτό χρόνο των μεγάλων ταχυτήτων.
Προσπάθησε πολύ να επιβραδύνει. Με τεχνάσματα αναπνοής. Με κλειστά μάτια. Με συλλαβισμούς της σκέψης. Ανεπιτυχείς προσπάθειες. Παντού υπήρχαν μικρές μαύρες πόρτες που ακόμη και μισάνοιχτες επέτρεπαν να ξεχύνονται ποτάμια θορύβου, με αντίλαλο που δε φθίνει. Μικρές μαύρες πόρτες. Στο δέρμα της, στα έπιπλα, στα μάτια των ανθρώπων, στα ακροδάχτυλά τους, στους αστραγάλους σε πόδια που λαχάνιαζαν για να προλάβουν. Τι; Στον ποδόγυρο της ζωής της. Κεντημένες μαύρες πόρτες που ακόμη και μισάνοιχτες επέτρεπαν να ξεχύνονται κουβάρια ξηλωμένα τα λόγια της.
Προσπαθούσε να επιβραδύνει. Έψαχνε νέο τέχνασμα. Η θλίψη!
Η θλίψη έχει μεγάλο ιξώδες! Αργοκυλά μέσα σου. Σού επιβάλλει μία επιβράδυνση παραίτησης από τα επείγοντα, που δεν είναι άλλα από φτιαχτά σενάρια τεχνητής ζωής. Η θλίψη σε αποστειρώνει από το θόρυβο, τη βιασύνη, το λαχάνιασμα. Σε βυθίζει. Όχι. Σε βαφτίζει ξανά. Μέσα στα νερά σου, που τα περνά από το βιολογικό καθαρισμό των δακρύων. Πρώτο στάδιο. Μόλις στερέψεις κι έχει φύγει η βρωμιά των χειμάρρων που κουβαλάνε ό,τι βρουν, δίχως επιλογή, η θλίψη σού σκάβει νέες πηγές. Γεννάς νάματα που κυλούν σταγόνα σταγόνα. Ξαναγέμισε ωκεανούς. Δεν υπάρχει βιασύνη. Ούτε χρόνος. Βυθίσου στη θλίψη ως τον πνιγμό. Με εμπιστοσύνη στον κύκλο της. Αρνήσου, όλα σου. Μείνε μία κουκκίδα βαθύ μπλε, μελανιασμένη στο ψύχος του κόσμου, μέσα σε μία κουκκίδα σκούρο αίμα που πάλλεται. Δίχως όνομα. Δώσε όνομα και σχήμα. Άρχισε σιγά σιγά από την αρχή. Γέννησε κύτταρα, θάλασσες, νέες σκέψεις. Δεν έχουν όλοι αυτό το προνόμιο. Να σταματήσουν τον κόσμο, να νικήσουν το μηδέν και να υπάρξουν από την αρχή.