κλειδωμένη εκτός
με το όνομά της μαζί
την ψυχή της χώρια
δυσκολευόταν να ορίσει
το χώρο και τη διάρκεια
μπέρδευε την παιδική της ηλικία
με την ενηλικίωση
τα πλαστικά κλειδιά
των κουκλόσπιτων
με τα μεταλλικά του σπιτιού,
του αυτοκινήτου,
του γραφείου της.
Έμενε ώρες νηστική
στο κενό ανάμεσα στο Είμαι
και στο Γίνομαι
λιπόθυμη με το ένα πόδι στον αέρα
σαν για σάλτο
ή τιμωρία
κι ο χρόνος τη χτυπούσε στον ώμο
της διέλυε την ισορροπία
της σήκωνε το φουστάνι
κοροϊδεύοντας όλα της τα είδωλα
σ' όλες τις χρονικές στιγμές
που πέρασαν
και που θα 'ρθουν
κι εκείνη κλαίγοντας
θρεφόταν με αλάτι και νερό
κι άρχιζε να κολυμπά μέσα της
ο θάνατος
κρατώντας στα δόντια του τα κλειδιά της
τα πλαστικά
και τ' από μέταλλο
κλειδώνοντάς την ακόμη πιο εντός
κι ακόμη πιο εκτός
αναγκάζοντάς τη να
ή να μην.