Οι στίχοι βρίσκονται ήδη στο θησαυροφυλάκειο της Άννας Αδαμοπούλου, που ξέρει να επενδύει Εαυτό στην Αιωνιότητα της Δημιουργίας...
--------------------------------------------------------
Εκείνο το
φόρεμα που δε φόρεσες ποτέ
που δε σου
χάρισαν εκείνοι που αγάπησες
κι ο Εαυτός
που χρόνια ζει στο ρετιρέ
μετρώντας τ’
άστρα που λαχτάρησες
σμίξαν στο
στίχο μιας ζωής που αγριεύει
που, δες,
χορεύει και ερωτεύεται τυφλά
κι ύστερα σβήνει
το βήμα της με λήθη
μην μπουν τα
πλήθη και ληστέψουν μυστικά.
Κι όταν
τινάζεις τα μαλλιά σου στο μπαλκόνι
κι εγώ
απέναντι τινάζω τη ζωή μου
δες πώς
σμίγει η σκόνη με τη σκόνη
και
ανταμώνει η γή σου με τη γή μου.
Εκείνο το
φόρεμα που δε φόρεσα ποτέ
που δε μου
χάρισαν εκείνοι που αγάπησα
κι ο Εαυτός
που χρόνια ζει στο ρετιρέ
μετρώντας τ’
άστρα που λαχτάρησα
σμίξαν στο
στίχο μιας ζωής που αγριεύει
που, δες,
χορεύει κι ερωτεύεται τυφλά
κι ύστερα
σβήνει το βήμα της με λήθη
μην μπουν τα
πλήθη και ληστέψουν μυστικά.
Κι όταν
αδειάζω τις ημέρες μου στην άβυσσο
κι εσύ
απέναντι αδειάζεις εαυτό
δες πώς
κερδίζουμε έναν αγώνα άνισο
με το εσύ
που ταιριάζει στο εγώ.
Δυο σπίτια
κλειδωμένα από καιρό
σε γειτονιά
μ’ ανθρώπους κλειδωμένους.
Βγήκα
γυρεύοντας μια χούφτα ουρανό
κι εσύ κρατούσες
χάρτες σημαδεμένους.
Δε σου
συστήθηκα σαν άνθρωπος της γης
δεν μου
άπλωσες χέρι χειραψίας
ένα διακόπτη
φορούσα, επιρρεπής,
κι εσύ τον
έστρεψες σε θέση φωταψίας.
Εκείνο το
φόρεμα που δε φόρεσες ποτέ
εκείνο το
φόρεμα που δε μου χάρισαν οι άλλοι
δεν έχει
μέση, μανίκια, ντεκολτέ
έχει
αλήθεια, φλέβα και φεγγάρι.
Είναι
ραμμένο επάνω σε στιχάκι
της κάθε
λέξης που θα γίνει μελωδία
και
ολοκαίνουριο κάθεται στο παγκάκι
σούρουπο,
Θεσσαλονίκη, Παραλία.