{Digital Artworks by Adam Martinakis Explore Photo Realistic Surrealism}
Είναι αυτά τ' αγέννητα μωρά στην κοιλιά μου
που με τ' ασχημάτιστα ακόμη νύχια τους
γρατζουνάνε το εσωτερικό μου
μ' ένα ουρλιαχτό ανυπαρξίας
που με κόβει στα δύο από τον πόνο.
Κουλουριάζω τα χέρια
και κρατώ τον πόνο αγκαλιά.
Σταματήστε τα κλάματα!
Έκοψα το παράβολο της Διαιώνισης.
Γέννησα πριν χρόνια δυο Αλήθειες.
Έχω τώρα το δικαίωμα
να στειρώσω τις Ενηλικιώσεις
και να προσφέρω Εαυτό προς υιοθεσία.
Ο πόνος δε σταματά,
μα πρέπει να φαίνομαι υγιής.
Ούτε ανάπηρο κατοικίδιο
δεν υιοθετούν κύριοι και κυρίες,
πόσο μάλλον άνθρωπο με συμπτώματα Ανάγκης.
Η κοινωνική λειτουργός δίνει οδηγίες
που δεν ακολούθησα ποτέ.
Πέρασαν τόσοι αξιόλογοι Πατριοί και Μητριές.
Δε συνεργάστηκα.
Δεν.
Έφευγαν οι τρόφιμοι,
ο ένας μετά τον άλλο.
Έφευγαν οι υπάλληλοι,
μου παρέδιδαν τα κλειδιά.
Ξεκλείδωνα μανιωδώς όλες τις πόρτες.
Ξεγεννούσα τις εγκυμονούσες Αίθουσες Μοναξιάς
γεννιόντουσαν Φόβοι
τους τύλιγα όλους με τα ρούχα μου
τους θήλαζα με ζεστό από τον πυρετό ιδρώτα
γινόμουν Μάνα ξανά και ξανά
ξεχείλιζε η Μητρότητα από τα παράθυρα του Ορφανοτροφείου
ποτίζονταν οι κερασιές στο πίσω προαύλιο
κι έβγαιναν πεινασμένοι οι Τρελοί
μάτωναν τα κεράσια με δαγκωματιές
λέρωναν τα χέρια, το στόμα, τ' ανθάκια μιας αθωότητας.
Τόσο δύσκολο να 'σαι μητέρα και παιδί μαζί
να κουβαλάς μέσα σου υιοθεσίες,
τρελούς κι ορφανούς Εαυτούς.
Δεν σε υιοθετεί κανείς
και σου μένει να υιοθετήσεις όλο τον κόσμο
που ορφανός κάθε βράδυ
κρύβεται στα υπόγεια ενός Ορφανοτροφείου
του οποίου τα κλειδιά
μόνο εσύ κατέχεις.