Ποτέ δε φόρεσα το ροζ…
πάντα ντυνόμουν ένα τζίν σκαρφάλωμα
κι ένα μαύρο κολλητό μακό κυνηγητού …
προσπερνούσα τους κανόνες από δεξιά
και στην εκπνοή του κόκκινου
επιτάχυνα…
Είχα μία βέρα ασημένιας Υπόσχεσης
σφηνωμένη στον αντίχειρα:
«Δε θα προδώσω ποτέ το παραμύθι μου.»
Εκπαιδευμένη να κολυμπάω κόντρα… ίσως από βίτσιο…
να δραπετεύω από το παράθυρο προς τον αποπροσανατολισμό,
γεμάτη μισά ερωτηματικά με σκιές θαυμαστικού.
Να μουτζουρώνομαι σε υπόγεια Υψηλών Τάσεων,
επιδιώκοντας προσομοιώσεις κεραυνών.
Το πέτυχα!
Δέκα ατόφιο στη Διπλωματική!
Οι σελίδες του παραμυθιού γύριζαν αβίαστα…
χόρταινα ανταγωνισμό…
μα…
η πιο μεγάλη νοστιμιά:
να ξεπερνάω το όριό μου…
Τους καθρέφτες τους είχα σπάσει από μικρή…
πάντα έβγαζαν πιο όμορφες τις νεράιδες…
ποτέ δε γράφτηκε παραμύθι για τα «αλλόμορφα» κορίτσια…
εκείνα που ονειρεύονται να σκαρφαλώσουν στη φασολιά…
να ερωτευτούν τον Γίγαντα Θεό…
να κλέψουν από την τσέπη του το κλειδί του Παραδείσου…
να ψήσουν αμαρτίας εδέσματα στα κάρβουνα της Κόλασης…
να ξεφύγουν της τιμωρίας…
να μη μάθουν ποτέ το μάθημα νεράκι…
Όσο μεγάλωνα, ο κόσμος μίκραινε,
στένευε το Όνειρο
και ο ύπνος είχε ασυνέχειες.
Τίποτε ορατό δε φανέρωνε το κόκκινο που είχα εισπνεύσει..
ούτε το μαύρο που πύρωνε τα κάρβουνα της σκέψης
με ποιητική πλημμύρα μαύρου χρυσού, ασυναγώνιστης ασυναρτησίας!
Έψαξα κατά καιρούς το τραύμα μου..
Μάταια..
Λιπόθυμη απ’ τις ταχυπαλμίες μιας εγρήγορσης,
μόλις έβρισκα ξανά τις αισθήσεις μου
ξεχνούσα, σαν δευτερεύουσα προτεραιότητα, το αυτοερώτημα:
«Ποιο είναι το τραύμα μου?»
Σήμερα το υποψιάστηκα:
ΠΟΤΕ ΔΕ ΦΟΡΕΣΑ ΤΟ ΡΟΖ!!!
Σήμερα ξύπνησα άγρια από το ξυπνητήρι των Καθηκόντων…
36 πιά!
Ολόκληρη Γυναίκα….
Ανοίγω την ντουλάπα μου…
Θα ντυθώ στα ροζ!
Όμως, μαζί μου, μεγάλωσε και το χρώμα…
έγινε κόκκινο…
Τίποτε άλλο από κόκκινο…
Κόκκινο περιτύλιγμα η συσκευασία του Δώρου
και το περιεχόμενο πάντα ίδιο:
«Το παραμύθι μου, που δεν το πρόδωσα ποτέ…»