Φοβάμαι εδώ
χωρίς φεγγάρι, ούτε φώτα
καταμεσής της πλατείας
σηκώνεται άκαμπτο κύμα
μιας θάλασσας από πλακάκια πεζοδρομίου
γεμάτο νεκρά φύκια, όστρακα και ψάρια
όνειρα ναρκωμένων ανθρώπων.
Βαλσαμωμένοι στα βαθιά
επιπλέουμε
σανίδες, φελλοί, κουφάρια
μπάνιο νυχτερινό.
Το κατάρτι γέρνει προς τη μεριά των κρεμασμένων
και μία θάλασσα από αίμα
μάς τραβά στ΄ανοιχτά.
Σε χάνω,
απομακρύνεσαι μαζί με τους νεκρούς.
Με τσιμπάω
με δαγκώνω
υπάρχω ακόμα κι ας μην νιώθω πόνο.
Ο φόβος μουδιάζει το μυαλό
σαν ακριβό αναισθητικό με δράση ως το θάνατο.
Σε παρακαλώ
πριν ανάψουν τα φώτα
πριν βγει το φεγγάρι
και οι ψαράδες βγουν να αλιεύσουν τα κορμιά μας στ' ανοιχτά
συνέθεσε ένα τραγούδι αυριανής ημέρας
και υπόσχομαι να κολυμπήσω ως την όαση του μυαλού μου
για να μείνω ζωντανή
να προλάβω εκείνο το ξύπνημα στις 7
για μπάνιο πρωινό
μαζί με τους επιζήσαντες και τους αγέννητους..