Ο Γεράκος λάτρευε τη βότκα και τον καπνό. Μ' αυτά εξάγνιζε τον κόσμο. Κάθε βράδυ έφτιαχνε έναν σωρό απωλεσθέντων ανθρώπων έξω από το καλύβι του και τους περιέχυνε με αλκοόλ μέχρι να εμποτιστούν οι μοναξιές τους με την λήθη της μέθης. Έπειτα μ' ένα σπίρτο έβαζε φωτιά στο παρελθόν που κουβαλούσαν τα κορμιά τους και λευτέρωνε τις ζωές που μέναν φυλακισμένες στην καταδίκη των αζήτητων ονομάτων τους.
Καθόταν ως το ξημέρωμα στο πλάι και με βαθιές εισπνοές ιεροτελεστίας αποχαιρετούσε τους χαμένους της γης, που άφηναν στο καλύβι του τα περασμένα και κινούσαν το χάραμα για νέες πατρίδες, γυμνοί, αδέσποτοι και ελεύθεροι από παλιές προσμονές, ψάχνοντας από την αρχή όσα ποτέ δεν βρήκαν...
Ο Γεράκος λάτρευε τη βότκα και τον καπνό και σαν έφευγε και ο τελευταίος φιλοξενούμενος περιέχυνε με αλκοόλ και πυρπολούσε τον Εαυτό του, αποχαιρετώντας τον μέσα στη μέθη της λήθης του...