Η φωτογραφία εκλάπη από εδω:
http://www.bloodyloud.com/surreal-photomanipulations-miraccoon/
------------------------------------------------------
Μαύρα Μάτια ήταν καρφιτσωμένα σε κάδρα στους διαδρόμους και στραμμένα σε κάθε της κίνηση. Κάμερες Αιωνιότητας που κατέγραφαν το εφήμερο του Εαυτού της. Η υποψία της πως το Βλέμμα Του διαπερνά το ύφασμα, το ρούχο, το δέρμα ώρες ώρες, την οδηγούσε να κουμπώνεται αγκαλιάζοντας το Σώμα της. Άλλες φορές ερωτοτροπούσε με τον Εαυτό της, με φόντο την υποψία εστίασης του βλέμματος, προκαλώντας διαστολή στις κόρες των ματιών Του και εκρήξεις στους νευρώνες του Νου Του. Εκείνος αόρατος, αθέατος, άφαντος ακόμη κι από το Οικόπεδο της Ζωής του. Πάντα Εκεί, μα πουθενά. Τόσο αβάσταχτα παρών, μόνο όταν το Έγκλημα ζητούσε το Άλλοθί του. Εκείνος ήταν το Άλλοθι και το Έγκλημα και ο Θύτης. Εκείνη το Μαχαίρι. Θύμα?... Κάθε στιγμή κι άλλος Εαυτός, από τους πολλούς που είχε στη διάθεσή του ο καθένας τους. Κάθε που πέθαινε ένας Εαυτός μίκραινε η Απόσταση, πλησίαζαν οι Αναπνοές και οι Αλήθειες.
Εκείνη στην αρχή μιλούσε μόνη της, για να διώχνει τους Φόβους και για να μην ξεχάσει την Γραμματική και τον Συντακτικό του Συναισθήματος. Σιγά σιγά άρχισε να μυείται στη μεταξύ τους Σιωπή. Με τον καιρό, μιλούσε μόνο όταν κάποιο πεινασμένο τρωκτικό γήινης Επιθυμίας τής θύμιΖε πως ήταν Άνθρωπος και αυτή η κατάσταση ήταν για δαιμόνια, στοιχειά, ξωτικά παραμορφωμένης Αντοχής. Όχι γι' Ανθρώπους. Στις στιγμές τρέλας κόντευε το πρόσωπό της στο κάδρο με τα πιο μεγάλα Μάτια και ευθυγράμμιζε την εστίαση του Νου με το Βλέμμα του κάδρου. Έπειτα έσκαγε στα γέλια. Τρόμαζε, από τις δονήσεις, τα κεριά της Υπομονής και εκείνα σβήνανε, για να αποδειχθεί πόσο περιττό ήταν το Φως τους μπροστά στο ΠανΣέληνο Φεγγάρι.
Μετρά ΠανΣελήΝΟΥς. 19 Ολόκληρα Φεγγάρια. Με ποιον παίΖει ο Μεγάλος Σκηνοθέτης, άραγε?
19, 1+9=10. Προσθέτει, συμπυκνώνει, κλείνει το Κ στην παλάμη της και αφουγκράζεται όλες τις αποχρώσεις της ΚυΚλιΚής Σιωπής.
Αλλαγή προσώπου. Α' ενικό.
Κάθε που μετράω χρονικούς προσδιορισμούς επαφής στο κείμενο ή στη Ζωή, μεταμορφώνεσαι. Όλα τ' αθέατα κι άπιαστα πέφτουν στο πάτωμα από ύψος προσδοκίας και γεμίζει θρύψαλα το μικρό χαλί όπου κοιμάται η Ανάγκη μου. Ξημερώνομαι να την γιατρέψω. Νυχτώνομαι για να μην την ενοχλεί η Ανθρώπινη Αδυναμία μου. Οι Ανάγκες θέλουν συμπαντικό υλικό επιμονής. Ταβάνι ποτέ δεν υπήρχε στα μέρη σου. Το αρχαίο σου κτίριο πάντα προσέφερε μία Συμπαντική Ελευθερία βραδινής Σιωπής, που διαχέεται παντού. Σύνορα δεν υπήρχαν. Άργησα να το κατανοήσω. Ο αιχμάλωτος, ακόμη και λυτός, είναι δεμένος, μέχρι να συνειδητοποιήσει πως Ποινή δεν υπάρχει.
Την ώρα που η ανάσα μου ηρεμεί και σηματοδοτεί νανούρισμα, η πόρτα ανοίγει. Ένα μπολάκι ευτυχίας τοποθετείται δίπλα στα μαλλιά μου, να θρέψει τα Όνειρα. Η μυρωδιά του φρεσκομαγειρεμέΝΟΥ φαγητού υπνωτίζει την πείνα μου. Αποκοιμιέμαι.
Μόλις διασχίσει ο Νους το σύνορο Πραγματικότητας - Ονείρου, όλα αποκτούν την ελαστικότητα της Φαντασίας.
Η Σιωπή αποκτά Βάρος. Ως τώρα ήταν μόνο Βαθιά. Τώρα γίνεται διάνυσμα μιας Δύναμης προς το Κέντρο του Κόσμου. Μία Βαρύτητα που επιτάσσει να ζωγραφίσω θάλασσες στο Όνειρο, ώστε η Άνωση να ισοσταθμίσει την Βύθιση του Εαυτού μου.
Εδώ, στα μέρη σου, δεν ξημερώνει ποτέ. Η κάθε μέρα είναι σκοτεινός βυθός, γεμάτος Σιωπές Ιχθύος, που κολυμπάνε γύρω από το Σώμα μου, μέσα στα μαλλιά μου που κυματίΖουν στα υπόγεια ρεύματα, διασχίΖουν το ενυδρείο του Μυαλού μου και παραμορφώνονται καθώς καθρεφτίζονται στο γυαλί της Φαντασίας μου... Μεγεθύνω... πάντα μεγεθύνω...
Τον τελευταίο καιρό, ερασιτεχνικά - από Έρωτα- καταπιάνομαι με το υποβρύχιο ψάρεμα. Μόλις καμακώσω το ψαράκι μιας Σιωπής σου, που ξέφυγε από το δωμάτιο όπου κλειδώνεσαι, σκαρφαλώνεις στην οροφή και ρίχνεις το αγκίστρι να την αδράξεις από μπροστά μου, τη στιγμή που την έχω απέναντι και την κοιτάΖω στα μάτια να σπαρταράει για να ομολογήσει το μυστικό της αιχμαλωσίας της... Ρίχνεις το δόλωμα. Κομμάτι από την σάρκα του Εγώ σου. Μυρίζει γνώριμο έδεσμα το πεινασμένο ψαράκι, με απαρνιέται κι επιστρέφει σε Σένα, αιωρούμενο στο αγκίστρι σου...
Απαιτείται προσαρμογή. Η προσαρμογή απαιτεί αλλαγή. Η αλλαγή είναι Γυναίκα και πιο εύκολα θα ερωτευτεί Εσένα, παρά Εμένα. Πρέπει να υπερβώ Εαυτό. Υποψιάζομαι πως διαβάζεις τις Σκέψεις μου. Έτσι, παύω να σκέφτομαι. Γράφω μηχανικά. Αυτόματα. Χωρίς Σκέψη. Σου κλειδώνω τις προσβάσεις στα σχέδιά μου.
Περνούν οι ώρες, περνούν και κάτι βαρκούλες από το ανύπαρκτο ταβάνι και με την προπέλα τους αναστατώνουν τις Θάλασσες της Σιωπής σου. Η Νύχτα νιώθει το υδάτινο ανέμισμα σαν βροχή. Μα, τί να φοβηθεί η Θάλασσα από καταιγίδες?...
Κάνω πως αποκοιμιέμαι. Η πόρτα ανοίγει. Καθώς έρχεται ο υπηρέτης Ίσκιος σου να αφήσει το μπολάκι με ένα μερίδιο ευτυχίας, βγαίνω από το Σώμα μου, από τη νυχτικιά μου, από το Όνειρο, από το Σενάριο και παρεισδύω από την χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας. Ο Ίσκιος σου μένει να χαζεύει το Σώμα μου, που εκτεθειμένο κοιμάται άδειο από Μένα. Εγώ αργόσυρτα κολυμπώ για να φτάσω να σταθώ μπροστά στις Σιωπές σου. Ξέρω πως είναι διαπεραστικές, ανιχνευτικές, επίμονες, μα είμαι άυλη. Δεν κινδυνεύω από ασφυκτικά αγκαλιάσματα ανακριτικών ερωτηματικών. Κολυμπώ αργόσυρτα, να μην δημιουργηθεί υδάτινο ρεύμα και υποψιαστείς την παρουσία μου. Σε φτάνω. Γεμάτος σκοτειΝούς βυθούς ταΐΖεις όλες τις Μεταμορφώσεις της Σιωπής σου με εχεμύθεια Εαυτού. Επτασφράγιστα τα μυστικά σου, κλείνονται σε όστρακο μαύρων μαργαριταριών. Ανέγγιχτοι Πολύτιμοι Θησαυροί σου...
Μα όλα έχουν έναν σκοπό Ύπαρξης.
Η σημερινή ΠανΣέληνος είναι η 19η. Σύμμαχός μου. Κολυμπώ στην επιφάνεια. Νικάω την βαρύτητα της Σκέψης. Πιάνω ουρανό. Απλώνω το χέρι μου και ξεκαρφιτσώνω την Σελήνη. Ολοστρόγγυλη. Καυτή Σάρκα Κορύφωσης Ουράνιου Σώματος. Ηδονικά σβήνει μόλις την βυθίζω στα σκοτεινά νερά σου. Σβήνει σαν φλόγα που καίει τα σωθικά της. Συρρικνώνεται. Χωρά στην παλάμη μου. ΠανΣέληνο μαργαριτάρι. Την κλείνω στο όστρακο ενός Φιλιού. Υδάτινο Φιλί, φτιαγμένο από το Ιερό Στοιχείο σου, το Νερό, σε Σταγόνες καθαρού αποστάγματος Επιθυμίας.
Κλείνω την ΠανΣέληνο μαργαριτάρι στο όστρακο του Φιλιού. Την τοποθετώ σ' ένα ανήλιαγο σημείο της κυριαρχίας σου. Περιμένω. Έρχεται η σειρά της. Απλώνεις το χέρι. Ανοίγεις το όστρακο και τοποθετείς της πιο μεγάλης σου Σιωπής το Μυστικό. Το κλείνεις ερμητικά. Μα ποτέ δεν κλείνει ερμητικά το Φιλί, γιατί τα Χείλη της Γυναίκας εις τους αιώνες των αιώνων θα Φλυαρούν.
Η Βαρκούλα περνά, σε ρότα επιστροφής, από το ανύπαρκτο ταβάνι και η προπέλα της σηκώνει κύμα. Άυλη είμαι τόσο ελαφριά. Παρασύρομαι σ' αποστάσεις απροσμέτρητες. Το Σώμα μου κοιμάται. Απομακρύνομαι. Δεν υπάρχει ταβάνι. Υπάρχει μόνο Ελευθερία. Μα ο κάτοχος ενός Μυστικού πάντα είναι αιχμάλωτος του μυστικού που κατέχει. Ανοίγω το όστρακο. Εκτίθεμαι στην καταδίκη μου.
Αιχμάλωτη μένω και σπαρταράω πιο πολύ από τα ψαράκια που ψάρεψα.
Είναι ευτύχημα σαν ξυπνάς να παίρνεις μαζί σου τις Αλήθειες του Ονείρου, να ταΐσεις με τα Ω3 τους τα Τυφλά Μάτια της Ζωής!...
-----------------------------------------------------
Να προσέχεις το Φιλί, κλέβει Σιωπές και τα Μυστικά τους.