γεμίζοντας σκόρπια τετράδια
κομμένων φύλλων
στοιβάζοντας τη φυλλοβόλα Ψυχή μου
στην αλφαβήτα
και διπλασιάζοντας το χρόνο μου
ζώντας σάρκινη στη γη
και άυλη στις γραμμές.
Θα συνεχίσω να υψώνω
τον έναν πάνω στον άλλον
τους ορόφους του οικοδομήματος
γιγαντώνοντας τη σκιά μου
πάνω απ' το φωτεινό μου είδωλο
και καθώς θα ζωγραφίζω τη φιγούρα μου
στο κοντάρι της υπαρξιακής μου σημαίας
θα εμφανίζεται από το πουθενά
εκείνο το μικροδιάφανο έντομο
που δεν ξεπερνά το μέγεθος των γραμμάτων μου,
εύθραυστο σαν τη Ζώη μου,
και θα περπατά αμέριμνο
πάνω στις γραμμές
διασχίζοντας τις προτάσεις μου
σαν ρυάκια ρηχής ρυτίδας στο χαρτί
ενώ εγώ θα 'χω εναποθέσει
τόσο όγκο υδάτινης Ψυχής
μέσα στις λέξεις μου
και φτάνοντας στο όριο της σελίδας
στα σαρκαστικά μου υψόμετρα
δε θα πέφτει στους γκρεμούς μου
πάντα θα βγάζει φτερά
φορώντας μέσα του το θαύμα
τούτο το εντομάκι.
Ίσα που φαίνεται με γυμνό μάτι
κι η διαφάνειά του
προσβάλλει την εύθραυστη φύση μου,
το σάλτο του
προσβάλλει την ποιητική μου ορμή
και μ' αφήνει εμβρόντητη να γράφω
φτερά
να συλλαβίζω
φτερά
ενώ αυτό πετά ήδη
πάνω από τους Ωκεανούς μου
τα Σεληνιακά μου τοπία
πάνω από τα σκόρπια φύλλα μου
την ίδια μου τη Ζωή
που την παίρνει ο Άνεμος.