Ζωγράφιζε θλιμμένα σπίτια
με την πρόσοψη στον ακάλυπτο
καμπουριασμένα από το βάρος
των πάνω ορόφων
συμπιέζοντας το ταβάνι
στο μπόι μιας απογοήτευσης
που ανάγκαζε τους ενοίκους
να περπατούν στα γόνατα.
με την πρόσοψη στον ακάλυπτο
καμπουριασμένα από το βάρος
των πάνω ορόφων
συμπιέζοντας το ταβάνι
στο μπόι μιας απογοήτευσης
που ανάγκαζε τους ενοίκους
να περπατούν στα γόνατα.
Σκυφτό το αγόρι
ζωγράφιζε θλιμμένα σπίτια
με σπασμένα παράθυρα
και ασκόπως κλειδωμένες πόρτες.
Τουρτούριζαν οι τοίχοι
τους έντυνε με κάτι πένθιμες γιορτές
κουρέλια από την επανάληψη.
Σαν αποκοιμιόταν από την κούραση
ξεπρόβαλλε στο παράθυρο της ζωγραφιάς
η γιαγιά.
Συμμάζευε τα ερείπια
τακτοποιούσε τις μπογιές
μαγείρευε
και τάιζε το σπίτι στο στόμα.
Εκείνο το σπίτι
που ζούσε μέσα στο μικρό ζωγράφο
που κοιμόταν με το πρόσωπο
στραμμένο στον ακάλυπτο
και με την πλάτη του πάντα εκτεθειμένη
στη θλιβερή επανάληψη του κόσμου.