Ο χωμάτινος δρόμος
γεμάτος κεράκια και πατημασιές
κι όμως
τόσες χιλιάδες χρόνια
πουθενά δε φτάσαμε.
Στο γρασίδι
καθισμένος ένας βοσκός
σμίγει το φλάουτο
με την πένθιμη καμπάνα
και η γη
σπάει την νεκρική σιγή της
σκιρτίζει σύγκορμη
σα μάνα που γεννά Δύσκολους Γιούς
μέσα στα δέντρα
άντρες ολόκληροι τα δάση
και το γρασίδι της
φρέσκο βρέφος
μπουσουλάει
στο χρόνο
στρώνοντας χαλί
σε κείνη τη φυλή των ανθρώπων
που ξεπροβάλλει
από τα βάθη της Παρθένας Γης
γήινα αριστοκρατική
έχοντας αποτινάξει από πάνω της
το αμάρτημα
τη ντροπή
και τη σκόνη
από τις συνωμοσίες του ανθρώπου.