Από μικρή άπλωνα τις κούκλες στο χαλί και ανοίγαμε συζήτηση για τα παραμύθια. Ψηφίζαμε πως δεν υπάρχουν. Μία πλεκτάνη εξαπατά τα παιδιά για να μάθουν να πιστεύουν στ' αόρατα. Οι κούκλες που εξαναγκάστηκαν να υποδυθούν έναν φανταστικό ρόλο έδειχναν τις πληγές τους από ταξίδια σε ανύπαρκτους τόπους, τις άγριες δαγκωματιές από υποτιθέμενα θηρία, τ' ακρωτηριασμένα τους χέρια, τα κόκκινα μάτια από τις αχαρτογράφητες θάλασσες δακρύων, τις ματωμένες καρδιές απ' τους ιππότες ανύπαρκτων βασιλείων, τα τραυματισμένα γόνατα από το σκαρφάλωμα σε φανταστικές φασολιές, τα εγκαύματα από τα ξόρκια των μαγισσών, τα σημάδια από το σκοινί στους αστραγάλους απ' την αιχμαλωσία των ιδεατών γιγάντων. Εξιστορούσαν το σαρκαστικό μειδίαμα στα χείλη του παραμυθά που όξυνε τους ρόλους για να πουλήσει το ψεύτικο παραμύθι του. Περιέγραφαν την κλιμακούμενη δίψα των πιτσιρικάδων για όλο και πιο αιχμηρές ιστορίες. Δεν ξεδιψούν εύκολα τα νέα παιδιά. Οι σύγχρονοι ρόλοι βασανίζονται περισσότερο και πλέον καταργήθηκε το Happy End. Οι κούκλες που σήμερα πωλούνται στις βιτρίνες έχουν περισσότερες ψυχασθένειες από τις παλιές κούκλες που κληρονόμησα από την γιαγιά μου. Από μικρή τα βράδια έπαιρνα αθόρυβα τις γάζες, την κεραλοιφή της γιαγιάς, ξυλοκαΐνη, βελόνα και κλωστή, για να περιθάλψω τις κούκλες μου. Αφού φρόντιζα τις εξωτερικές πληγές, τις έπαιρνα αγκαλιά, για να θεραπευτούν με ζεστασιά οι εσωτερικές αιμορραγίες, οι προδοσίες, το ανεκπλήρωτο, η κάθε φρούδη ελπίδα των παραμυθιών που έραβε φτερά στις πλάτες τους για να τις γκρεμοτσακίσει παραδειγματικά από τον ψηλότερο βράχο, βορά στα μάτια των μικρών αναγνωστών, ώστε ν' αποφύγουν να φερθούν ως Ίκαροι. Μεγάλωσα μέσα στον εφιάλτη των παραμυθιών. Τώρα πλέον οι κούκλες μου με ξυπνούν τα βράδια σαν κλαίω στ' όνειρο. Περιποιούνται τις αόρατες πληγές μου και με ανασταίνουν για να 'χω δύναμη το πρωί να ξαναμπώ στο ρόλο μου. Τα παραμύθια πήραν εκδίκηση. Ενσωμάτωσαν τις αλληγορίες τους στην πραγματικότητα.
Τα βράδια που ξαγρυπνώ με τις κούκλες μου μετράμε πληγές από την αλήθεια τους.