Όταν τα πλήθη ξεκινούν λιθοβολισμούς με πέτρες και λόγια στο ναρκοπέδιο των αλλόθρησκων προσευχών τους, εγώ προσκυνώ το σώμα σου, αυτό που κατοικείς απ’ τη γέννα, παιδί κάποιου έρωτα που ξεχάστηκε με τα χρόνια, μα στα μάτια σου, όπως σ’ όλων των ανθρώπων τα μάτια που αγαπιούνται, αστράφτει εκείνο το big bang της δημιουργίας, που τοποθετεί όλους τους θεούς και τις θεές που επινοήθηκαν επί γης σε μία χούφτα επαφής. Εκεί που ο άνθρωπος ξεζεύει το άλογο και το τανκ, βγάζει απ’ τον ώμο του το όπλο και το τόξο, λύνει απ’ τη μέση του το μαχαίρι και τη ζώνη με τις σφαίρες, ξύνει απ’ τη γλώσσα του τις βρισιές και τις κατάρες κι απ’ το μυαλό του την εκδίκηση, χαλαρώνει τις γροθιές, χαμηλώνει το μπόι του και ξαπλώνει γυμνός στα πόδια της αγάπης.
Δώσε όσους πολέμους αντέχεις. Σώσε όσους θεούς μπορείς.
Η Πηνελόπη περιμένει..
..μα να γνωρίζεις πως οι Οδύσσειες πλέον δεν καταγράφουν ως ένδοξα τα χρόνια επαναπατρισμού (σε πατρίδα κι εαυτό) απ’ τους πολέμους. Τα καταγράφουν ως χαμένα κεφάλαια απ’ την περιουσία της ζωής.