Φτάσαμε ως εδώ
χορεύοντας ένα ετοιμόρροπο ταγκό
ένας πατέρας και μία κόρη
που τη χορεύει με σπαθί και δόρυ
την εκπαιδεύει να του μοιάζει
μία ν’ αγριεύει, μία να κουρνιάζει
να ‘ναι γυναίκα, μα και θηρίο
που επιβιώνει στη ζέστη και στο κρύο.
Βήμα το βήμα, στράτα στρατούλα
έφερε ο πατέρας τη μικρή κορούλα
στου Πολυτεχνείου τη Μεγάλη Πύλη
όνομα, επίθετο και το φύλο θήλυ
μία μειοψηφία μες στ’ ανδροκρατούμενα
που όμως πληροί τα προαπαιτούμενα
κόβει το μυαλό της, πιάνουν τα χέρια
λύνει εξισώσεις, δένει μοτέρια
κι έρχεται η ώρα του πτυχίου
χορός στο κέντρο ηλεκτρικού πεδίου.
Κοιτάζει κατάματα την κάμερα που γράφει
πιάνει με τα νύχια το σκληρό αγκάθι
και πριν το χειροκρότημα στην ορκωμοσία
το τραβά και λύνεται στην αιμορραγία
σαν κλειδί που γύρισε ξεκλειδώνοντάς τη
σαν κάποιος να την άρπαξε από τον μπαμπά της
κι άνοιξε η Πύλη του πατρικού κελιού της
έπιασε με το χέρι της το χέρι του παιδιού της
(εκείνο το μικρό παιδί, το μέσα ξεχασμένο)
κι όπως την κοιτούσε το πλήθος σαστισμένο
πήρε τον εαυτό της χορευτική αγκαλιά.
Και βήμα το βήμα, στράτα στρατούλα
απομακρυνότανε η μικρή κορούλα
κι ορκίστηκε να μείνει πίστη στον εαυτό της
κι άρχισε να γράφει για λογαριασμό της
κάτι παραμύθια γεμάτα αλληγορία
στίχους που νικήσανε όλα τα θηρία
και για να ξεπεράσει τη σκιά του πατέρα
εξέδωσε το έργο της, κόρη και μητέρα
η ίδια του εαυτού της.
χορεύοντας ένα ετοιμόρροπο ταγκό
ένας πατέρας και μία κόρη
που τη χορεύει με σπαθί και δόρυ
την εκπαιδεύει να του μοιάζει
μία ν’ αγριεύει, μία να κουρνιάζει
να ‘ναι γυναίκα, μα και θηρίο
που επιβιώνει στη ζέστη και στο κρύο.
έφερε ο πατέρας τη μικρή κορούλα
στου Πολυτεχνείου τη Μεγάλη Πύλη
όνομα, επίθετο και το φύλο θήλυ
μία μειοψηφία μες στ’ ανδροκρατούμενα
που όμως πληροί τα προαπαιτούμενα
κόβει το μυαλό της, πιάνουν τα χέρια
λύνει εξισώσεις, δένει μοτέρια
κι έρχεται η ώρα του πτυχίου
χορός στο κέντρο ηλεκτρικού πεδίου.
πιάνει με τα νύχια το σκληρό αγκάθι
και πριν το χειροκρότημα στην ορκωμοσία
το τραβά και λύνεται στην αιμορραγία
σαν κλειδί που γύρισε ξεκλειδώνοντάς τη
σαν κάποιος να την άρπαξε από τον μπαμπά της
κι άνοιξε η Πύλη του πατρικού κελιού της
έπιασε με το χέρι της το χέρι του παιδιού της
(εκείνο το μικρό παιδί, το μέσα ξεχασμένο)
κι όπως την κοιτούσε το πλήθος σαστισμένο
πήρε τον εαυτό της χορευτική αγκαλιά.
απομακρυνότανε η μικρή κορούλα
κι ορκίστηκε να μείνει πίστη στον εαυτό της
κι άρχισε να γράφει για λογαριασμό της
κάτι παραμύθια γεμάτα αλληγορία
στίχους που νικήσανε όλα τα θηρία
και για να ξεπεράσει τη σκιά του πατέρα
εξέδωσε το έργο της, κόρη και μητέρα
η ίδια του εαυτού της.