Έσκαβα αιώνες τα θεμέλια,
τους τοίχους ένα εκατοστό
να μετακινήσω
προς το Ευρύχωρο.
Πιο πλατιές να 'ναι οι Ανάσες,
ο Ύπνος με άνεση
ξαπλωμένος στο Όραμα,
το Ξύπνημα να τεντώνεται
πάνω στο Άπειρο του ΧρόΝου
κι ο μικρόκοσμος της Ζωής μου
να διογκώνει την Αξία του
μέσα στα χέρια της Αβύσσου.
Έσπρωχνα αιώνες
τα σύνορα,
τις περιφράξεις,
να λευτερώσω τα Θηρία μου
απ' το κλουβί των θηριοδαμαστών Θεών τους
να μπορούν αδέσμευτα
να επιδωθούν στο κυνήγι της Αλήθειας.
Κι όλο βρισκόμουν ένα απειροστό
πιο κοντά στο Άπειρο
που αφανίζει το Τίποτα
αυτό το ουρλιαχτό μου στο κενό
κι εκεί εκτίμησα τον ψίθυρο
προς τ' άστρα
που γίνεται λάμψη
στο μάτι του Κυκλώνα μου.