Μόνος του όλα. Λερώνει, πλένει, απλώνει, σιδερώνει, κυκλοφορεί. Μπλούζες, πουκάμισα και σακάκια με κομμένα μανίκια και ραμμένες οι τρύπες. Μην βγαίνουν τα χέρια. Φράγματα από γαζί που εμποδίζουν κάθε είδους δοσοληψία με τούτο τον κόσμο. Τα μάτια κλείναν. Ευτυχώς, αποφεύχθηκε η ραφή. Όταν οι εικόνες μύριζαν αποσύνθεση, έκλεινε τα βλέφαρα, έκανε μεταβολή και αποσυρόταν στο πίσω μέρος του μυαλού του.
..αποΜΟΝΟΣη..
Το μόνο που πρόδιδε την ευαισθησία του στη συντροφικότητα ήταν τα πουλιά. Τα πουλιά που ράμφιζαν τα αόρατα που τους πετούσε ψίχουλα και τον ακολουθούσαν πιστά στον καθιερωμένο του περίπατο στο προαύλιο της σακατεμένης ζωής των ανθρώπων, μαζεύοντας τα σπάνια νομίσματα εμπιστοσύνης που έβρισκε στο δρόμο. Πολύ σπάνια πια.
Υπάρχουν ζητιάνοι πολυτελείας σου λέω. Όχι οι αγύρτες που παραμυθιάζουν τον κόσμο και του αποσπούν ψιλά κρύβοντας περιουσίες μέσα στα σάπια στρώματα, όπου κοιμίζουν την ξαγρύπνια τους ... μα Εκείνοι που διασχίζουν τις νέας αρχιτεκτονικής γειτονιές με βήμα και βλέμμα πλούσιας μοναχικότητας, που ποτέ δεν νιώθουν μόνοι, ούτε φτωχοί, που λυπούνται τους πεινασμένους ανθρώπους με τους χαρτοφύλακες και τα στερημένα παιδιά από αγάπη, που τα 'χουν όλα, εκτός από τ' αυτονόητα.
Περπάτησε από την πλατεία Αγίου Δημητρίου ως το σούρουπο, διέσχισε τα έτη 1925 ως σήμερα. Ξεκίνησε ποτισμένος με τις διδαχές του παλιού σχολείου, τερμάτισε αμίλητος, άθεος και μισάνθρωπος. Στο ρέμα Πικροδάφνης έσκισε την αριστερή ραφή του σακακιού του και κάρφωσε στο εσωτερικό της παλάμης του μία αιχμηρή Μνήμη. Ένωσε το πικρό του αίμα με το ρέμα. Θυμήθηκε πως πέρασαν εποχές που οι άνθρωποι ήταν γλυκοαίματοι. Αγαπιόντουσαν αυθόρμητα για στιγμές αιώνιες.
Μισούσε αυτή τη Γυναίκα. Την Μνήμη. Όπως όλες οι Γυναίκες της ζωής του, τον αγάπησε πολύ και ήταν από τις λίγες που δεν έπαψαν να τον επισκέπτονται ακόμη και στις πιο βαθιές μοναξιές του. Ήταν αυτή που ήξερε τ' αδύναμα σημεία του. Όταν τον αγρίευε, Εκείνος δε δίσταζε να οπλιστεί με ακονισμένα βλέμματα και να αμυνθεί μέχρι θανάτου.
Τον Θάνατο τον είχε από κοντά, έτσι κι αλλιώς. Τον θεωρούσε σύμμαχο, ήταν κι αυτός αμίλητος, άθεος και μισάνθρωπος.
Έσκυψε και ήπιε λίγο αφέψημα Πικροδάφνης. Το πικρό νερό που πίνει πλέον ο κόσμος, όταν διψά. Άνοιξε την ματωμένη παλάμη και επεξεργάστηκε το μοναδικό νόμισμα εμπιστοσύνης που είχε πλέον στην κατοχή του. Μειδίασε προς το είδωλό του στο νερό και ξήλωσε την δεξιά ραφή. Ζύγισε ως δεξιόχειρας το νόμισμα, σαν βότσαλο, στο χέρι. Έκλεισε το αριστερό του μάτι και με το δεξί κοίταξε, από μία αόρατη διόπτρα, την Ματαιοδοξία του Κόσμου που άνθιζε παρόχθια του ρέματος. Διαισθάνθηκε την ιερόσυλη επιθυμία του ανθρώπου να μπαζώσει το ρέμα και να χτίσει αυθαίρετες ζωές. Ένιωσε πάλι εκείνη την καούρα στο στομάχι. "
Πάνω από το πτώμα μου" σκέφτηκε και πέταξε το νόμισμα σαν βότσαλο να κάνει τρεις ελιγμούς στο πικρό νερό. Είδε το αίμα του να κάνει ομόκεντρους κύκλους, να σκάει στα θεμέλια των πολυκατοικιών, στις πυλωτές των αστέγων και να μεταγγίζεται σ' ένα Αλάνι που είχε σταματήσει το σχολείο και τόση ώρα τον παρατηρούσε ενδελεχώς.
"
Γεράκο, πάψε ν' ασχολείσαι μαζί τους. Ξοφλημένοι είναι. Βγες έξω από το μπαλωμένο σακάκι σου να παίξουμε..." είπε ο μικρός...
Ο Γεράκος πλησίαζε σοφός προς το σούρουπο.
Σκέφτηκε να πει κάτι βαθύ, αλληγορικό, κοφτό, αντρίκιο και ταυτόχρονα απλό για να το κατανοήσει ο μάγκας πιτσιρίκος που παρείσδυσε με θράσος στον κόσμο του...
Δεν πρόλαβε να πει τίποτα. Ο πιτσιρίκος είχε πέσει στο ρέμα, δάγκωσε άγρια την παλάμη του, έσταξε γλυκό αίμα στο νερό. Άπλωσε το χέρι, πήρε το νόμισμα εμπιστοσύνης και επέμενε στο νεύμα του..
"
Παίζω", είπε ο Γεράκος και βγήκε από τα μπαλωμένα του ρούχα, από τις βαθιές του Σκέψεις, από την αποΜΟΝΟΣη κι έμεινε μ' ένα σορτσάκι παιδικών χρόνων στην Αλάνα μιας ανώνυμης οδού, όπου δεν χρειαζόταν να συστηθείς για να γίνεις φίλος και κατανόησε πως πάντα αξίζει να 'χεις το χέρι απλωμένο, γιατί όλο κι ένα Παιδί θα βρεθεί να σου αρπάξει το νόμισμα εμπιστοσύνης που κρατάς στην παλάμη σου... μέσα σ' έναν κόσμο που αμετανόητος πουλιέται κι αγοράζεται...