Αγέννητη ακόμα
άρχισα να ράβω
αυτό το πάνινο σώμα μου
και σαν απ' το σκοτάδι
ξεπρόβαλλα
άδειασα τη διάφανη ψυχή μου
στο ύφασμα
όπου ιδρωμένη
αγκομαχούσε
η ζωή μου να σχηματιστεί.
Με εκμαίευσα
απ' το κενό της ανυπαρξίας μου
και πλέον
υπάρχω μικρή
μα σταθερή
μ' αυτές τις διαστάσεις μου
απέναντι στο χρόνο
δουλεμένη τόσο
ώστε να μη φοβάμαι
τη φθορά
ή τη συρρίκνωση.
Δε μεγαλώνω πια.
Δεν έχω λόγο να θέλω
η σκιά μου να υψωθεί
πάνω απ' τα πράγματα
μόνο βαθαίνω μέσα μου
κι όσο βαθαίνω
μεγαλώνει το κενό μου
κι αρχίζει πάλι
να μοιάζει
στο αρχικό κενό
της ανυπαρξίας μου
και με κυοφορούν και πάλι
τα σκοτάδια
μα αυτή τη φορά
ράβω με φως το σεντόνι
και το μαξιλάρι
όπου θα ξαπλώσει η μάνα μου
να με γεννήσει ξανά
πιο μικρή
μα πιο βαριά από την πρώτη φορά
σαν το φωνήεν που κατάπιε
η ψυχή μου
στο πρώτο της κλάμα
να περιέχει
το σπαραγμό και την ευτυχία
όλης μου της εργόχειρης
Ύπαρξης.
άρχισα να ράβω
αυτό το πάνινο σώμα μου
και σαν απ' το σκοτάδι
ξεπρόβαλλα
άδειασα τη διάφανη ψυχή μου
στο ύφασμα
όπου ιδρωμένη
αγκομαχούσε
η ζωή μου να σχηματιστεί.
Με εκμαίευσα
απ' το κενό της ανυπαρξίας μου
και πλέον
υπάρχω μικρή
μα σταθερή
μ' αυτές τις διαστάσεις μου
απέναντι στο χρόνο
δουλεμένη τόσο
ώστε να μη φοβάμαι
τη φθορά
ή τη συρρίκνωση.
Δε μεγαλώνω πια.
Δεν έχω λόγο να θέλω
η σκιά μου να υψωθεί
πάνω απ' τα πράγματα
μόνο βαθαίνω μέσα μου
κι όσο βαθαίνω
μεγαλώνει το κενό μου
κι αρχίζει πάλι
να μοιάζει
στο αρχικό κενό
της ανυπαρξίας μου
και με κυοφορούν και πάλι
τα σκοτάδια
μα αυτή τη φορά
ράβω με φως το σεντόνι
και το μαξιλάρι
όπου θα ξαπλώσει η μάνα μου
να με γεννήσει ξανά
πιο μικρή
μα πιο βαριά από την πρώτη φορά
σαν το φωνήεν που κατάπιε
η ψυχή μου
στο πρώτο της κλάμα
να περιέχει
το σπαραγμό και την ευτυχία
όλης μου της εργόχειρης
Ύπαρξης.