Τρεις στιγμές θαμμένου θαύματος
και ο Κόσμος σ' αυτοανάφλεξη
να ανάβει κεράκι, την Πίστη του.
Δεν πιστεύω...
Καίγομαι,
ανάβω το κερί μου,
μα δεν πιστεύω...
Είχε μία προΙστορία η γεννέτηρά μου...
κληρονόμησα τις θαμμένες περιουσίες της.
Θαμμένες.
Αμφορείς με ακίνητες Ουσίες αγαλμάτων.
Τίποτε ζωντανό.
Όλα αρχειοθετημένα σε ένα Υπέδαφος Αρχαίας Ζωής...
Εν αναμονή ανασκαφών γεννιόμαστε πεθαμένοι.
Και εγώ θαμμένη
σε τρεις στιγμές Αρχαίου Θαύματος,
μέσα στο Τάμα μιας Μοίρας
ενσαρκώνομαι σε Γυναίκα...
Καίγομαι,
ανάβω το κερί μου
μα δεν πιστεύω...
Ημερολογιακές σημειώσεις,
Ωρα Μηδέν,
Ημέρα πάντα Κυριακή,
Χρόνος Άσυμβίβαστος με το Παρόν,
κι ο Αόριστος μυρίζει υποψία και ναφθαλίνη...
ο Μέλλοντας θάβει τα οστά του
κάτω από προσδοκίες και χώματα
Ανθρώπινων Σωμάτων Εμπειρίας...
Επιστρέψαμε,
δίχως να εχουμε κάνει βήμα
εκεί που ήμασταν εξαρχής:
Ημερολόγιο - Ωρα Μηδέν...
κι ο πάπυρος φαγωμένος από Χρονικό σαράκι,
αδιάβαστος εις τους αιώνες...
Οι δείκτες κινούνται μόνο μ' αγγίγματα.
Ανέγγιχτοι οι θησαυροί δεν έχουν αξία.
Αγγιξε το Φως
και φύτεψε μία ρωγμή στο χώμα μου
να μετρηθεί ΕΝΑ το Μηδέν
και η Πομπηία να αναδυθεί
από το Αρχαίο Αίμα της Ιστορίας μου...