Ο ίδιος του δεν επιδιώκει επαφή. Οι άλλοι τον αναζητούν. Δεν τον πετυχαίνεις συχνά, μα είναι από κείνους που μετά την πρώτη γνωριμία τούς συναντάς παντού. Υπάρχουν οι άνθρωποι μέσα στα ίχνη τους. Σέρνει μοναχικά κάθε βράδυ το βήμα του έξω από τις λεωφόρους του μυαλού σου και επιμένει να σιγοτραγουδά εκείνα που θάβεις στο πίσω μέρος του κήπου σου. Είναι ο ήρεμος κακός του παραμυθιού που δεν διαπράττει άλλο έγκλημα από το να σου θυμίζει όσα ξέχασες κι όσα αρνήθηκες. Είναι από κείνα τα δαιμόνια, που δεν πρέπει να κοιτάξεις στα μάτια, γιατί σε ανακρίνουν με αιώνια σιωπή. Καρτερικά, τόσα χρόνια, περιμένει να βγει ένας εξοργισμένος στο μπαλκόνι, να ζητήσει αιτίες. Φταίνε εκείνες οι απαντήσεις που του γρατζουνάνε το λαιμό και θέλει να τις συλλαβίσει, σαν από αυτές να κρέμεται η σωτηρία του κόσμου.
Μα τα σπίτια πλέον δεν έχουν μπαλκόνια, οι άνθρωποι δεν εξοργίζονται πια, τα παραμύθια βρίθουν από κακούς και δεν έχουν τέλος.
Ο Γεράκος δεν επιδιώκει επαφή. Μόνο -σαν ακούσει γέλια- υποκρίνεται πως κοιμάται, περιμένοντας ένα επίμονο παιδί να ταράξει τον ύπνο του, κλέβοντάς του όλες τις απαντήσεις.