Είχε τρέξει τόσα χιλιόμετρα γης
που οι αστράγαλοί της
κι όλες οι κλειδώσεις
προεξείχαν
σαν να ξεκινούσε μία βίαιη αποσυναρμολόγηση
της γήινης πανοπλίας της.
Μπήκε στον πειρασμό
να σφίξει με τα δόντια
τις βίδες
που συγκρατούσαν τα κομμάτια της
και συνέχισε να τρέχει.
Την ακολουθούσε το βουητό
μιας στρατιάς μισθοφόρων
που διεκδικούσαν
όλα όσα μπορούσε να παράγει
χειρωνακτικά
νοητικά
αναπαραγωγικά..
ως ανθρώπινο ον.
Επιτάχυνε για να ξεφύγει
καταναλώνοντας ως καύσιμο
την ανάγκη της για ανεξαρτησία.
Οι βίδες χόρευαν
στις αρθρώσεις.
Παραιτήθηκε απ' την ιδέα
να τις σφίξει ξανά.
Άρχισε να σπάει.
Γέμισε ο δρόμος συντρίμμια.
Οι μισθοφόροι
τα τσιμπούσαν με το ράμφος τους
καταβροχθίζοντας τα ίχνη της
με σκοπιμότητα λήθης.
Να ξεχαστεί
αυτή η απόπειρα
φυγής.
Διαλύθηκαν όλα της.
Ρόλοι, τίτλοι, αριθμοί μητρώου,
καλούπια στο σχήμα της.
Έμεινε ένα θρόισμα
μιας αόρατης φυλλωσιάς
που διασχίζει τους τελευταίους δρόμους
πυρασφάλειας των ανθρώπων.
Χώθηκε στο δάσος και πήρε φωτιά
σαν μία σπίθα που κυοφορείται
μέσα στην μήτρα της μάνας της
δίνοντας στα μέταλλα
άλλο απ' το σχήμα των όπλων..
δίνοντας στις σκιές
άλλη απ' των ανθρώπων τη μορφή.
Με σκοπιμότητα λήθης.
Να ξεχαστεί
αυτή τους
η παγκόσμια εκδοχή.